υπ'αριθμ. 132/2009 απόφαση Άρειου Πάγου, Στ Τμήμα.
Έννοια στοιχεία αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και ορισμένο αυτοτελών ισχυρισμών.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 310 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ, "Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει, ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης αποτελεί βαρύτερη περίπτωση της απλής σωματικής βλάβης (αρθρ. 308 ΠΚ) και το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα μπορεί να επέλθει είτε από αμέλεια (άρθ. 29 παρ. 1 ΠΚ) είτε με σκοπό επελεύσεως αυτού (άρθρο 310 παρ. 3 ΠΚ).
Για την εφαρμογή της τελευταίας αυτής διατάξεως απαιτείται, αντικειμενικά μεν συνδρομή οποιασδήποτε των πιο πάνω ενδεικτικά μνημονευόμενων περιπτώσεων της βαριάς σωματικής βλάβης, υποκειμενικά δε σκοπός επελεύσεως αυτού, δηλαδή άμεσος δόλος σκοπού, ο οποίος, αφού ενυπάρχει στα στοιχεία πραγματώσεως του εγκλήματος αυτού, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση επιβάλλεται επίσης, για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο ισχυρισμός εκ του άρθρου 308 παρ. 3 του Π.Κ. (δικαιολογημένη αγανάκτηση) ή για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Β' του Κ.Π.Δ.
Όμως, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να είναι ορισμένος, δηλαδή να περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διάταξης που τον προβλέπει. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία της αποφάσεως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο.
Τέλος λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ ιδρύεται και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, περίπτωση της οποίας είναι και η εκ πλαγίου παραβίαση αυτής που συντρέχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
..................................................(πραγματικά περιστατικά)
Έξω από το κατάστημα βρισκόταν ο Δ, που περίμενε το ταξί το οποίο θα παραλάμβανε τις εργαζόμενες. Τότε ο κατηγορούμενος, θέλοντας και επιδιώκοντας να του επιφέρει βαριά σωματική βλάβη, με το ένα από τα δύο πυροβόλα όπλα που κρατούσε στα χέρια του, τον πυροβόλησε και του προξένησε κάταγμα δεξιάς κνήμης. Στη συνέχεια και ενώ ο παθών κειτόταν αιμόφυρτος στο έδαφος, ο κατηγορούμενος πλησίασε το ένα από τα όπλα του στο κεφάλι του και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Εν τω μεταξύ, έχοντας ακούσει τον πυροβολισμό, βγήκαν έξω από το κατάστημα οι εργαζόμενες και η μία από αυτές (η ΣΤ), βλέποντας τον κατηγορούμενο να σημαδεύει με το όπλο τον παθόντα, τον παρακάλεσε να μην τον σκοτώσει. Μετά από αυτό ο κατηγορούμενος επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε, παράλληλα δε τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο του Α, ο οποίος βρισκόταν ακόμα στο αυτοκίνητο του Ε, και του ανακοίνωσε τι είχε κάνει. Ο τελευταίος συμβούλευσε τον κατηγορούμενο "να εξαφανιστεί". Την κλήση αυτή και το περιεχόμενό της αντελήφθη ο Ε, ο οποίος, αφού επέπληξε τον Α, επέστρεψε αμέσως στον τόπο του συμβάντος, όπου βρήκε το γιο του τραυματισμένο, ενώ ήδη είχαν έλθει τα περιπολικά και το ασθενοφόρο που είχαν ειδοποιηθεί. Από τον πιο πάνω τραυματισμό, που επιδίωκε ο κατηγορούμενος, εμποδίστηκε ο παθών σημαντικά και για τουλάχιστον ένα έτος να χρησιμοποιεί το σώμα του και δη το δεξί του πόδι. Για όλα τα πιο πάνω σαφής και κατηγορηματική είναι η κατάθεση του παθόντος Ψ (πολιτικώς ενάγοντος), η οποία ενισχύεται από τις αναγνωσθείσες προανακριτικές καταθέσεις της ΣΤ, η οποία αναγνώρισε ανεπιφύλακτα τον κατηγορούμενο ως δράστη των αξιόποινων πράξεων σε βάρος του παθόντος. Επίσης ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ........, αστυνομικού, ο οποίος βεβαιώνει ότι μετέβη στον τόπο του συμβάντος όπου βρήκε τον παθόντα τραυματισμένο και του αναφέρθηκε ως δράστης ο κατηγορούμενος, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Ε, πατέρα του παθόντος, ο οποίος δεν ήταν μεν παρών κατά τον πυροβολισμό, όμως επιβεβαιώνει όλα όσα προηγήθηκαν, καθώς και το τηλεφώνημα του κατηγορουμένου προς τον Α, επί πλέον δε επιβεβαιώνει την επί μακρό χρόνο ανικανότητα του παθόντος να χρησιμοποιήσει το δεξί του πόδι, η οποία προκύπτει και από την αναγνωσθείσα ιατρική βεβαίωση νοσηλείας του ιατρού του νοσοκομείου Ελευσίνας "ΘΡΙΑΣΙΟ" ..... με αριθμό ..... και την επίσης αναγνωσθείσα γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του Ι.Κ.Α. Ελευσίνας με αριθμό ..... . Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Δ, μητέρα του κατηγορουμένου, δεν έχει ιδία αντίληψη του συμβάντος, ο δε κατηγορούμενος με την απολογία του δεν έδωσε εύλογες και πειστικές εξηγήσεις γι' αυτό. Ειδικότερα ομολόγησε μεν ότι έλαβε χώρα το επεισόδιο εξαιτίας της μη πληρωμής του λογαριασμού, κατά το οποίο μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο παθών και ο πατέρας του τον ξυλοκόπησαν, όμως αρνείται ότι επέστρεψε και πυροβόλησε τον παθόντα, παρ' όλα τα προαναφερθέντα εις βάρος του αποδεικτικά στοιχεία, αποδίδοντας τον τραυματισμό του παθόντος σε τρίτο άγνωστο πρόσωπο. Εξάλλου σχετικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί ξυλοδαρμού του, πρέπει να σημειωθεί ότι στις μεν 5-12-2001 διαπιστώθηκε ότι αυτός έπασχε από κακώσεις αυχένος, κεφαλής και άνω άκρων και εκδορές άνω άκρων και δεξιάς ωμιαίας χώρας, στις δε 11-12-2001 από κάκωση ρινός και εκχύμωση αριστερού άνω βλεφάρου (βλ. τα αναγνωσθέντα ιατρικά πιστοποιητικά του Νοσοκομείου Νικαίας Αττικής "Άγιος Παντελεήμων" με αριθμό ..... και του Νοσοκομείου Πατρών "Ο Άγιος Ανδρέας" με αριθμούς ..... και .....), από πουθενά όμως δεν αποδεικνύεται ότι ο τραυματισμός του έγινε από τους ανωτέρω και μάλιστα από τον παθόντα. Ενόψει όλων αυτών πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, της παράνομης οπλοφορίας και της οπλοχρησίας, οι οποίες του αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό.
Ο ισχυρισμός του ότι πρέπει να μετατραπεί η κατηγορία σε βαριά μη σκοπούμενη σωματική βλάβη είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, αφού αυτός επιδίωκε το σοβαρό τραυματισμό του παθόντος, όπως ήδη έχει εκτεθεί και όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι πυροβόλησε κατ' ευθείαν προς το σώμα του με πυροβόλο όπλο. Το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο, αφού αυτός δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που να το θεμελιώνουν, εν πάση δε περιπτώσει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι αυτός μέχρι το χρόνο τελέσεως των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αντίθετα αποδείχτηκε ότι είχε θεαθεί να οπλοφορεί και σε άλλα νυκτερινά κέντρα (βλ. την κατάθεση του Ε). Τέλος το αίτημα του κατηγορουμένου να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο για τον ίδιο λόγο που αναφέρθηκε σε σχέση με το προηγούμενο αίτημα, εν πάση δε περιπτώσει ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, αφού από τα ίδια πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχτηκε ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις πιο πάνω πράξεις του. Αντίθετα έφυγε από τον τόπο του συμβάντος και κρύφτηκε για ένα διάστημα στην ....., προσπαθώντας να συγκαλύψει τα ίχνη των πράξεών του.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Μ.Ο.Ε. κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο βαρειάς σκοπουμένης βλάβης, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας και επέβαλε σ'αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης εξ (6) ετών και δέκα (10) μηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία κατέληξε στην κρίση του για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της σκοπούμενης βαριάς σωματικής βλάβης, για την οποία κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι' αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά στις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1 και 310 παρ. 2 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα στο σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει τόσο τον αξιούμενο από την παραπάνω διάταξη για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων χαρακτηρισμόν της βλάβης που προκλήθηκε στον παθόντα ως βαρείας με την παραδοχή ότι από την ως άνω πράξη του κατηγορουμένου προξενήθηκε στον παθόντα επί μακρό χρόνο ανικανότητα του τελευταίου να χρησιμοποιήσει το δεξί του πόδι, όσο και τον απαιτούμενο για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης αυτού άμεσο δόλο σκοπού, για τον οποίο, δεδομένου, ότι αυτός ενυπάρχει στη παραπάνω παραδοχήν πραγματώσεως του ως άνω στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, αρκούσε για την αιτιολόγηση αυτού η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων επεδίωκε τον βαρύ τραυματισμό του παθόντος με την ιδιαίτερη επισήμανση ότι ο σκοπός αυτός προκύπτει από το γεγονός ότι πυροβόλησε κατ' ευθείαν προς το σώμα του τελευταίου με πυροβόλο όπλο. Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποτελεί επανάληψη του διατακτικού αλλά περιέχει ίδιες σκέψεις και συλλογισμούς. Για την καταδικαστική κρίση του το Μ.Ο.Ε. έλαβε υπόψη του όλα τα κατ' είδος στην αρχή του αιτιολογικού μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων είναι και η κατάθεση της μάρτυρας υπερασπίσεως και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά οφείλεται στην αποδιδόμενη από το ως άνω Δικαστήριο βαρύτητα και δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι αντίθετοι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε' πρώτος και δεύτερος λόγοι της πρώτης αίτησης αναίρεσης και ο μοναδικός από το άρθρο 510 § 1 Ε' λόγος της δεύτερης αναίρεσης. Απορριπτέος επίσης ως αβάσιμος είναι ο συναφής δεύτερος λόγος της αναίρεσης, κατά το τμήμα του με το οποίο, κατ' εκτίμηση του αναιρετηρίου, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ανεπαρκή αιτιολογία της απορριπτικής κρίσεως του Μ.Ο.Ε. όσον αφορά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος για αναγνώριση των ελαφρυντικών α) του προτέρου εντίμου βίου, β) για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα καλής συμπεριφοράς του και γ) ότι στη πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος και παρασύρθηκε από οργή και βίαιη θλίψη που του προκάλεσε η άδικη εναντίον του πράξη ως και το ότι στην πράξη του προέβη ευρισκόμενος σε άμυνα.
Και τούτο διότι, όπως από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, από τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του υποβλήθηκε μόνο αίτημα αναγνώρισης των ελαφρυντικών του άρθρου 84 § 2α και ε, και αυτό χωρίς την παράθεση πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν το αίτημά του αυτό, και συνεπώς το Μ.Ο.Ε. δεν είχε υποχρέωση ν'απαντήσει επί των παραπάνω αυτοτελών ισχυρισμών, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Παρά ταύτα με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τους αορίστως υποβληθέντες ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς.
(Απορρίπτει αναίρεση)