Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 § 2 του Π.Κ. υπαίτιος της πράξεως της ψευδορκίας είναι όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμοδία για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στη νομολογία, ψευδορκία μάρτυρα τελεί και ο ψευδομηνυτής ακόμη και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως ως αληθινό το εν γνώσει του ψευδές περιεχόμενο της μήνυσης ή έγκλησής του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου. Και ναι με ν δεν προβλέπεται από το νόμο η ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της μήνυσης ή της έγκλησής, αλλά αν γίνει τέτοια ένορκη βεβαίωση, θεμελιώνεται το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά πάγια νομολογία, ως αρμόδια αρχή, ενώπιον της οποίας δίνεται η κατάθεση, νοείται η δικαστική ή διοικητική αρχή, ενώπιον της οποίας σύμφωνα με διάταξη νόμου μπορεί να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Απαιτείται δηλαδή διπλή αρμοδιότητα της αρχής [ΑΠ 120/2010 πΟΙΝχΡ 2011,32, ΑΠ 758/2007 ΠοινΧρ 2008, 230, ΑΠ 1372/2001 ΠοινΧρ 2002, 599]. Αυτή η άποψη είναι η ορθότερη, ακολουθείται πάγια από τη νομολογία και συμβαδίζει και με την άποψη ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό του άρθρου 224 ΠΚ είναι το δικαστικό υπόμνημα που πρόκειται αν συνταχθεί και κινδυνεύει να έχει αναληθές περιεχόμενο λόγω της συμπεριφοράς του δράστη [Μαργαρίτης, ΠοινΧρ 1983,991]. Εννοείται ότι αν άλλη αρχή είναι εκείνη που θα πάρει την ένορκη κατάθεση και άλλη εκείνη στην οποία πρόκειται να προσκομιστεί και να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο, πρέπει να είναι αρμόδιες και οι δύο αρχές.
Ο συμβολαιογράφος και ο ειρηνοδίκης αποτελούν αρμόδια προς ένορκη εξέταση αρχή, με την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 1 του Ν. 1540/1944, εφόσον δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση προβλέπεται ρητά από διάταξη ειδικού νόμου να χρησιμοποιηθεί η ένορκη βεβαίωση, που συντάσσεται ενώπιον τους, από αρμόδια αρχή ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο (Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία Κατ’ άρθρο, άρθρο 224, σελ. 1459-1469). Δυνάμει της παρ. 1 άρθρου 28 (Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012) ο εγκαλών μαζί με την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιμα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτήν. Οι καταθέσεις μαρτύρων υποβάλλονται με τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης που έχει δοθεί ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, χωρίς κλήση του καθ` ού στρέφεται η έγκληση.
Συνεπώς, η ως άνω διάταξη νόμου προβλέπει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου ως αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη.
Λένα Πολύζου
Δικηγόρος
Email: info@efotopoulou.gr