Τέλεση θρησκευτικών καθηκόντων από ιερείς των οποίων τα καθήκοντα είχαν ανασταλεί (Tothpal & Szabo κατά Ρουμανίας αρ.προσφ.28617/13 & 50919/13)

Καταδίκη για παράνομη άσκηση ιερατικών καθηκόντων. Ένας ιερέας της Λουθηρανικής Εκκλησίας και ένας της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας, των οποίων τα καθήκοντα είχαν ανασταλεί επισήμως, συνέχισαν να πραγματοποιούν θρησκευτικές τελετουργίες και διδασκαλία με την παρουσία ορισμένων μελών των θρησκευτικών κοινοτήτων τους. Επιβολή προστίμου στον πρώτο προσφεύγοντα. Ποινή φυλάκισης δύο μηνών στο δεύτερο προσφεύγοντα με την αιτιολογία ότι μόνο η φυλάκιση θα μπορούσε να τον οδηγήσει να σκεφτεί τη συμπεριφορά του και να βελτιώσει τους τρόπους του με νηστεία και προσευχή για τουλάχιστον 40 ημέρες, μετά τις οποίες θα μπορούσε να αποφυλακιστεί με άδεια. Κατά το ΕΔΔΑ, η καταδίκη τους δεν ανταποκρινόταν σε μία «πιεστική κοινωνική ανάγκη». Σε μια δημοκρατική κοινωνία, το κράτος δεν πρέπει να λαμβάνει μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι θρησκευτικές κοινότητες παραμένουν υπό την ευθύνη μιας μοναδικής αρχής και η παρέμβαση του κράτους δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κατά το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Bela Tothpal και Csongor Szabo, είναι Ρουμάνοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1966 και το 1971 και ζουν στο Arad Gherla αντίστοιχα.

Η υπόθεση αφορά την καταδίκη τους για παράνομη άσκηση των ιερατικών καθηκόντων.

Ο πρώτος προσφεύγων ήταν ο πάστορας της Λουθηρανικής ευαγγελικής κοινότητας της της πόλης του Αράντ. Μετά από πειθαρχικές διαδικασίες, η Λουθηρανική Εκκλησία τον απέρριψε και διόρισε νέο ιερέα. Ο ίδιος συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του με την παρουσία ορισμένων μελών της κοινότητας.

Στις 3 Μαρτίου 2010, η Λουθηρανική εκκλησία και η ενορία, εκπροσωπούμενη από το νέο πάστορα, υπέβαλαν μήνυση κατά του κ. Tothpal για την παράνομη άσκηση των καθηκόντων ιερέα. Ο εισαγγελέας εξέδωσε απόφαση περί αναστολής της άσκησης, αλλά σημείωσε ωστόσο ότι τα καθήκοντα των ιερέων θα μπορούσαν να εκτελεστούν μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των σχετικών θρησκευτικών κοινοτήτων και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, αυτή η συμφωνία δεν υπήρχε για τον ανωτέρω. Κατά συνέπεια του επιδίκασε διοικητικό πρόστιμο 1.000 ρουμανικών νομισμάτων (RON – περίπου 235 ευρώ). Ο πρώτος προσφεύγων αμφισβήτησε την απόφαση αυτή, με αποτέλεσμα το Πρωτοδικείο του Αράντ να του επιβάλει πρόστιμο 4.000 RON (περίπου 900 ευρώ). Το Εφετείο επικύρωσε την εν λόγω απόφαση με το σκεπτικό ότι ο προσφεύγων αυτός είχε διεξαγάγει συγκεκριμένες θρησκευτικές τελετές της Λουθηρανικής Εκκλησίας παρά το νομικό εμπόδιο που είχε δημιουργήσει η αναστολή της εργασίας του ως ιερέα στην ενοριακή λουθηρανική κοινότητα του Arad.

Το 1995 ο δεύτερος προσφεύγων Szabo διορίστηκε ιερέας στο χωριό Băiţa. Το 2008, μετά από μια διαμάχη, η Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία τερμάτισε τη σύμβασή του, τον  αφαίρεσε την ιερατική ιδιότητα και του απαγόρευσε να διεξάγει θρησκευτικές τελετές. Ένας νέος ιερέας διορίστηκε στην ενορία.

Τον Φεβρουάριο του 2009 η Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία υπέβαλε μήνυση εναντίον του για παράνομη άσκηση των ιερατικών καθηκόντων. Ο εισαγγελέας έθεσε στο αρχείο τη μήνυση, επισημαίνοντας ότι η κοινότητα της Μεταρρύθμισης του Băiţa είχε διασχιστεί από το 2008 και ότι μέρος της εκκλησίας τον ακολούθησε οικειοθελώς και παρευρισκόταν στις θρησκευτικές του τελετές που διέφεραν από τη συνήθη τελετουργία της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας. Η Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία άσκησε έφεση.

Το Πρωτοδικείο της Γκέρλα καταδίκασε τον κ. Szabo για παράνομη άσκηση ιερατικών καθηκόντων. Διαπίστωσε ότι είχε ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο με τις χριστιανικές διδασκαλίες και είχε προκαλέσει αντιπαραθέσεις στην θρησκευτική κοινότητα. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών με την αιτιολογία ότι μόνο η φυλάκιση θα μπορούσε να τον οδηγήσει να σκεφτεί τη συμπεριφορά του και να βελτιώσει τους τρόπους του με νηστεία και προσευχή για τουλάχιστον 40 ημέρες, μετά τις οποίες θα μπορούσε να αποφυλακιστεί με άδεια. Ο δεύτερος προσφεύγων άσκησε έφεση και το Εφετείο της Cluj έκρινε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις διαμάχες στην κοινότητα της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας στη Băiţa, η φυλάκιση του κ. Szabo ενδέχεται να επιδεινώσει τη σύγκρουση.

Η προσφυγή κατατέθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων την 1η Απριλίου 2013.

Οι προσφεύγοντες  ισχυρίζονται ότι η ποινική τους καταδίκη για παράνομη άσκηση των ιερατικών τους καθηκόντων, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματός τους για θρησκευτική ελευθερία όπως κατοχυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 9

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι δύο προσφεύγοντες είχαν καταδικαστεί για παράνομη άσκηση ιερατικών καθηκόντων. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η παρέμβαση, όπως προβλέπεται από το νόμο, είχε επιδιώξει τον θεμιτό σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των εν λόγω εκκλησιών.

Οι αμφισβητούμενες πράξεις που αποτέλεσαν τη βάση των καταδικαστικών αποφάσεων των προσφευγόντων ενέπιπταν στο πλαίσιο των θρησκευτικών υποθέσεων. Ο κ. Tothpal και ο κ. Szabo κατηγορήθηκαν για τη διεξαγωγή θρησκευτικών τελετών και γάμων, βαπτίσεων και κηδειών μετά την επίσημη αναστολή των ιερατικών τους καθηκόντων. Ωστόσο, δεν είχαν κατηγορηθεί ότι έχουν προβεί σε πράξεις που ενδέχεται να παράγουν έννομα αποτελέσματα.

Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν σταθερά ότι είχαν ενεργήσει με την υποστήριξη τμημάτων των αντίστοιχων κοινοτήτων τους. Το Δικαστήριο επανέλαβε προηγουμένως ότι διαπίστωσε ότι τιμωρία ενός ατόμου, το οποίο ενήργησε ως θρησκευτικός ηγέτης μιας ομάδας που τον ακολουθούσε εθελοντικά, ήταν ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις του θρησκευτικού πλουραλισμού σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ακόμη και αν τα υποτιθέμενα γεγονότα είχαν προκύψει από σχίσματα στις αντίστοιχες κοινότητες τους, δεν είχε αποδειχθεί ότι τα εν λόγω σχίσματα είχαν προκαλέσει ένταση ή συγκρούσεις που να απαιτούσαν την παρέμβαση των κρατικών αρχών.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ρουμανικές δικαστικές αρχές είχαν θέσει ορισμένα τμήματα των θρησκευτικών κοινοτήτων των πόλεων Arad και Băiţa υπό την εποπτεία των Λουθηρανικών και Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών, εμποδίζοντας τα μέλη αυτών των τμημάτων να παρακολουθήσουν θρησκευτικές τελετές που διεξήγαγαν οι προσφεύγοντες, εφόσον το επιθυμούσαν.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταδίκες των προσφευγόντων δεν δικαιολογούνταν από μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» και ότι η παρέμβαση στο δικαίωμά τους να εκδηλώνουν τη θρησκεία τους μέσω άσκησης τελετουργιών και διδασκαλίας, στο πλαίσιο της κοινότητας ή δημοσίως, δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία (επιμέλεια echrcaselaw.com).

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply