υπόθεση C-681/17
Slewo – schlafen leben wohnen GmbH
κατά
Sascha Ledowski.
Το άρθρο 16, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι η περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή φράση «σφραγισμέν[α] αγαθ[ά] τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση» δεν καταλαμβάνει αγαθό, όπως ένα στρώμα, του οποίου το προστατευτικό περιτύλιγμα αφαιρέθηκε από τον καταναλωτή μετά την παράδοσή του.
Το άρθρο 16, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας (της της οδηγίας 2011/83) προβλέπει εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, σε σχέση με τις εξ αποστάσεως συναπτόμενες συμβάσεις, η οποία αφορά την προμήθεια σφραγισμένων αγαθών τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση.
30 Ωστόσο, το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν παρέχει στοιχεία ως προς το ακριβές περιεχόμενο της φράσεως «σφραγισμέν[α] αγαθ[ά] τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση», βάσει των οποίων θα μπορούσε να προσδιοριστεί με βεβαιότητα ποια είναι τα αγαθά που εμπίπτουν στη φράση αυτή και, εν προκειμένω, αν αγαθό, όπως ένα στρώμα, του οποίου το προστατευτικό περιτύλιγμα αφαιρέθηκε από τον καταναλωτή μετά την παράδοσή του εμπίπτει στην εν λόγω φράση.
31 Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/83, πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνον το γράμμα της διατάξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Αυγούστου 2018, Verbraucherzentrale Berlin, C485/17, EU:C:2018:642, σκέψη 27, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Starman, C332/17, EU:C:2018:721, σκέψη 23).
32 Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2011/83, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 3, 4 και 7, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Επιπλέον, μεταξύ των πολιτικών της Ένωσης, η προστασία των καταναλωτών, οι οποίοι βρίσκονται σε πιο αδύναμη θέση σε σχέση με τους εμπόρους, καθόσον πρέπει να θεωρούνται κατά τεκμήριο λιγότερο ενημερωμένοι, ασθενέστεροι οικονομικά και με μικρότερη πείρα, από νομικής απόψεως, σε σύγκριση με τους αντισυμβαλλομένους τους, κατοχυρώνεται με το άρθρο 169 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2017, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs Frankfurt am Main, C-568/15, EU:C:2017:154, σκέψη 28, της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kamenova, C-105/17, EU:C:2018:808, σκέψη 34, και της 23ης Ιανουαρίου 2019, Walbusch Walter Busch, C-430/17, EU:C:2019:47, σκέψη 34).
33 Το δε δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποβλέπει στην προστασία του καταναλωτή στην ειδική περίπτωση εξ αποστάσεως πωλήσεως, κατά την οποία ο καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα στην πραγματικότητα να δει το προϊόν ή να λάβει γνώση των χαρακτηριστικών της υπηρεσίας πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αποσκοπεί, συνεπώς, στην αντιστάθμιση του μειονεκτήματος που συνεπάγεται για τον καταναλωτή η εξ αποστάσεως σύμβαση, παρέχοντάς του μια εύλογη προθεσμία προκειμένου να εξετάσει και να δοκιμάσει το αποκτηθέν αγαθό (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Walbusch Walter Busch, C-430/17, EU:C:2019:47, σκέψη 45).
34 Συναφώς, το άρθρο 16, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/83, το οποίο συνιστά εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, πρέπει, ως διάταξη του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει περιορισμό σε δικαιώματα αναγνωριζόμενα με σκοπό την παροχή προστασίας, να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Kušionová, C-34/13, EU:C:2014:2189, σκέψη 77).
35 Η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί ακριβώς υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.
36 Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 49 της οδηγίας 2011/83 διευκρινίζει ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως είναι δυνατόν να έχει ως δικαιολογητική της βάση τη φύση των συγκεκριμένων αγαθών.
37 Εξ αυτού έπεται ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 16, στοιχείο εʹ, της ως άνω οδηγίας, η φύση ενός αγαθού είναι εκείνη που μπορεί να δικαιολογήσει τη σφράγιση της συσκευασίας του για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής και ότι, ως εκ τούτου, η αποσφράγιση της συσκευασίας αυτής συνεπάγεται ότι παύει να διασφαλίζεται η προστασία της υγείας ή η υγιεινή όσον αφορά το αγαθό που αυτή περιέχει.
38 Άπαξ η συσκευασία ενός τέτοιου αγαθού αποσφραγιστεί από τον καταναλωτή και, ως εκ τούτου, παύσει να διασφαλίζεται η προστασία της υγείας ή η υγιεινή, υπάρχει κίνδυνος το αγαθό αυτό να μην μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί εκ νέου από τρίτον και, για τον λόγο αυτό, να μην μπορεί πλέον να διατεθεί εκ νέου στην αγορά από τον έμπορο.
39 Υπό τις συνθήκες αυτές, τυχόν αναγνώριση του δικαιώματος του καταναλωτή να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως επιστρέφοντας στον έμπορο τέτοιο αγαθό του οποίου η συσκευασία έχει αποσφραγιστεί θα ήταν αντίθετη προς τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2011/83, κατά την οποία η οδηγία αυτή θα πρέπει να επιδιώκει τη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ του υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
40 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 33 των προτάσεών του, ότι η προβλεπόμενη με το άρθρο 16, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/83 εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως τυγχάνει εφαρμογής μόνον αν, άπαξ αποσφραγιστεί η συσκευασία του, το αγαθό που αυτή περιέχει παύει οριστικά πλέον να βρίσκεται σε κατάσταση κατάλληλη προς διάθεση στην αγορά, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, δεδομένου ότι αυτή καθαυτή η φύση του αγαθού καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή για τον έμπορο τη λήψη μέτρων χάρη στα οποία το αγαθό θα μπορούσε να διατεθεί εκ νέου προς πώληση χωρίς να θιγεί καμία από τις δύο προαναφερθείσες επιταγές.
41 Εκ των ανωτέρω έπεται ότι, εν προκειμένω, ένα στρώμα, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης, του οποίου το προστατευτικό περιτύλιγμα αφαιρέθηκε από τον καταναλωτή μετά την παράδοσή του δεν εμπίπτει στην εξαίρεση από το δικαίωμα υπαναχωρήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 16, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/83.
42 Πράγματι, αφενός, μολονότι το στρώμα αυτό έχει ενδεχομένως χρησιμοποιηθεί, δεν προκύπτει ότι καθίσταται, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, οριστικά ακατάλληλο προς εκ νέου χρήση από τρίτον ή προς εκ νέου διάθεση στην αγορά. Αρκεί, συναφώς, να υπομνησθεί, μεταξύ άλλων, ότι ένα και το αυτό στρώμα εξυπηρετεί τους διαδοχικούς πελάτες ενός ξενοδοχείου, ότι υφίσταται αγορά μεταχειρισμένων στρωμάτων και ότι στρώματα που έχουν χρησιμοποιηθεί μπορούν να καθαριστούν σε βάθος.
43 Αφετέρου, σε σχέση με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, ένα στρώμα μπορεί να εξομοιωθεί προς ένδυμα.
44 Συναφώς, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 37 και 47 της οδηγίας 2011/83, πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να παρασχεθεί σε όποιον αγοράζει ορισμένο ένδυμα στο πλαίσιο εξ αποστάσεως πωλήσεως η δυνατότητα να το δοκιμάσει με σκοπό «να προσδιορίσει τη φύση, τα χαρακτηριστικά και τη λειτουργία» του και, κατά περίπτωση, μετά από μια τέτοια δοκιμή, να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, επιστρέφοντας το ένδυμα στον έμπορο.
45 Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι πολλά είδη ενδύσεως, οσάκις δοκιμάζονται κατά τρόπο σύμφωνο προς τον προορισμό τους, ενδέχεται να έλθουν σε άμεση επαφή με το ανθρώπινο σώμα, πράγμα το οποίο επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί στην περίπτωση των στρωμάτων, χωρίς πάντως να υπόκεινται σε απαιτήσεις ειδικής προστασίας προκειμένου να αποφευχθεί η επαφή αυτή κατά τη δοκιμή.
46 Τέτοια εξομοίωση των δύο αυτών κατηγοριών αγαθών, ήτοι των ενδυμάτων και των στρωμάτων, είναι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, δυνατή, στο μέτρο που, ακόμη και σε περίπτωση απευθείας επαφής των εν λόγω αγαθών με το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να γίνει κατά τεκμήριο δεκτό ότι ο έμπορος, μετά την επιστροφή τους από τον καταναλωτή, είναι σε θέση, μέσω εργασίας όπως είναι ο καθαρισμός ή η απολύμανση, να τα καταστήσει κατάλληλα για εκ νέου χρήση από τρίτον και, ως εκ τούτου, για εκ νέου διάθεση στην αγορά, χωρίς να θιγούν οι επιταγές περί προστασίας της υγείας ή περί διασφαλίσεως της υγιεινής.
47 Πάντως, γεγονός παραμένει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 47, ο καταναλωτής ευθύνεται για κάθε απομείωση της αξίας των αγαθών που τυχόν προκύψει από χειρισμούς οι οποίοι δεν ήταν απαραίτητοι προκειμένου να προσδιοριστούν η φύση, τα χαρακτηριστικά και η καλή λειτουργία του αγαθού, χωρίς ωστόσο να στερείται το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Messner, C-489/07, EU:C:2009:502, σκέψη 29).
48 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 16, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/83 έχει την έννοια ότι η περιλαμβανόμενη στη διάταξη αυτή φράση «σφραγισμέν[α] αγαθ[ά] τα οποία δεν είναι κατάλληλα προς επιστροφή, για λόγους προστασίας της υγείας ή για λόγους υγιεινής, και τα οποία έχουν αποσφραγιστεί μετά την παράδοση» δεν καταλαμβάνει αγαθό, όπως ένα στρώμα, του οποίου το προστατευτικό περιτύλιγμα αφαιρέθηκε από τον καταναλωτή μετά την παράδοσή του.