Τα 12 από τα 15 μέλη του Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων, μεταξύ των οποίων και η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου, τάσσονται με ανακοίνωση τους υπέρ της διάταξης με την οποία δίνεται η δυνατότητα στους Οικονομικούς Εισαγγελείς και τα Δικαστήρια – προκειμένου να αποκαλύπτονται σοβαρά κακουργήματα - να λαμβάνουν υπόψη αποδεικτικά στοιχεία, που δεν έχουν συλλέγει με νόμιμο τρόπο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Τις τελευταίες ημέρες, παρακολουθούμε να αναπτύσσεται διάλογος, άνευ λόγου, επί της προσφάτως ψηφισθείσας διάταξης του άρθρου 65 του Ν. 4356/2015, σύμφωνα με την οποία, υπό τους όρους και τις εγγυήσεις που τίθενται σ' αυτήν, οι Οικονομικοί Εισαγγελείς και τα Δικαστήρια θα δύνανται να λαμβάνουν υπόψη ακόμη και αποδεικτικά στοιχεία, που δεν έχουν συλλεγεί με νόμιμο τρόπο, εφόσον πρόκειται για την αποκάλυψη και διαλεύκανση σοβαρών κακουργημάτων (κακουργηματική φοροδιαφυγή, «μαύρο χρήμα», κακουργηματικές περιπτώσεις διαφθοράς σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου κλπ.). Άλλωστε, η άρση της απαγόρευσης της χρήσης στην ποινική δίκη των μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ακόμη και μετά τη σχετική τροποποίηση, που επέφερε ο Ν. 3674/2008 στην παρ.2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, τελούσε, ανέκαθεν, νομολογιακά, υπό διερεύνηση, κάθε φορά, που ετίθετο ζήτημα προστασίας υπέρτερης συνταγματικής αξίας εννόμων αγαθών και με βάση την αρχή ότι ο τυπικός νόμος, εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ (και πριν ακόμη την ψήφιση του άνω άρθρου 65 Ν. 4356/2015) δεν δύναται να κατισχύσει του Συντάγματος, εφαρμοζομένης πάντοτε της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΟλΑΠ 1/2001, που επικαλείται σε ανάλογες περιπτώσεις η νομολογία των Δικαστηρίων και μετά το Ν. 3674/2008). Μία εκ των ανακοινώσεων, που ακολούθησαν της ψήφισης της άνω διάταξης νόμου, και δη του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέατης Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, είχε ως επακόλουθο, τις παραιτήσεις από τη θέση των μέλων του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης αυτής πέντε εξαίρετων Εισαγγελικών Λειτουργών, λόγω διαφωνίας τους.
Με αφορμή τα ανωτέρω η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και συγκεκριμένα οι κάτωθι υπογράφοντες, δώδεκα εκ του συνόλου των δεκαπέντε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, επισημαίνουν τα ακόλουθα:
Η έξαρση του ποινικού αδικήματος της φοροδιαφυγής αλλά και άλλων μορφών οικονομικής εγκληματικότητας, κατά τα προηγούμενα έτη, σε συνδυασμό με τη διαφθορά σε νευραλγικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς του Κράτους, αποτέλεσαν μία από τις σημαντικότερες αιτίες, που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της Χώρας και παράλληλα, όπως καταγγέλεται δημοσίως, στον παράνομο πλουτισμό μερίδας πολιτών, που «φυγάδευσαν» τον παράνομο αυτό πλουτισμό τους εκτός των ελληνικών συνόρων.
Σε μία χώρα, που έχει περιπέσει σε οικονομικό μαρασμό, στην οποία, καθημερινά, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται, η ανεργία καλπάζει, τα δάνεια «κοκκινίζουν», οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι άστεγοι αυξάνονται και ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού αδυνατούν να προμηθεύονται ακόμη και τα αναγκαία φάρμακα για την υγεία τους, ενώ μισθωτοί και συνταξιούχοι υφίστανται τέτοιες μειώσεις μισθών και συντάξεων που δεν εξασφαλίζουν πλέον την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, η εκτελεστική εξουσία έχει θεσμική υποχρέωση να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου προς αποκάλυψη και πάταξη της διαφθοράς,σύμφωνα, βεβαίως, πάντοτε προς τις επιταγές του Συντάγματος και τις αρχές του Κράτους Δικαίου, η, δε, νομοθετική εξουσία να τις υιοθετεί, ώστε να δύνανται οι Δικαστικοί και Εισαγγελικοί Λειτουργοί να επιτελούν αποτελεσματικά το έργο τους, δεδομένου ότι οι τελευταίοι είναι εφαρμοστές και μόνο του νόμου.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ανέκαθεν αγωνιζόταν προς την κατεύθυνση της ανάληψης τέτοιων νομοθετικών πρωτοβουλιών, που δεν θα εξυπηρετούν τη συγκάλυψη της διαφθοράς αλλά θα διευκολύνουν το έργο των Δικαστικών Αρχών.
Ειδικότερα, δε, ως προς την προαναφερόμενη διάταξη, οφείλουμε να
επισημάνουμε, ότι οι προϋποθέσεις, που τάσσει ο νομοθέτης, η συνδρομή των οποίων (προϋποθέσεων) θα κρίνεται, τελικά, κατά περίπτωση, από τους αρμόδιους Δικαστικούς ή Εισαγγελικούς Λειτουργούς, παρέχουν πλήρως τις εγγυήσεις, ώστε οι τελευταίοι, χωρίς εκπτώσεις στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τυχόν υπόπτων ή κατηγορουμένων, να συμβάλλουν, ως Λειτουργοί της Πολιτείας, στην εξάλειψη της φοροδιαφυγής, καθώς και στην πάταξη των φαινομένων της διαφθοράς και της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, πάντοτε με γνώμονα την προάσπιση του συμφέροντος των δοκιμαζόμενων Ελλήνων πολιτών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στενιώτη Μαργαρίτα, Εφέτης
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ - ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΥΠΟΥ : Μαυρίδης Χαράλαμπος, Εφέτης
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κασαλιάς Ευάγγελος, Αντεισαγγελέας Εφετών
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Βουλγαρίδης Κωνσταντίνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Παπαδήμας Χρήστος, Πρωτοδίκης
ΤΑΜΙΑΣ: Γκαρά – Δημουλέα Σταματία, Ειρηνοδίκης
ΜΕΛΗ:
Θάνου –Χριστοφίλου Βασιλική, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου
Ευστρατιάδης Γεώργιος, Εφέτης
Σαλάτας Νικόλαος, Εφέτης
Πάπαρη Βαρβάρα, Εφέτης
Βλάχος Δημοσθένης, Εφέτης
Σιμιτσή – Βετούλα Μαρία, Εφέτης