Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 126Β Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης. Ο νέος αυτός θεσμός αποβλέπει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυση των διαφορών σε σύντομο χρόνο. Συνεπώς, η εν λόγω διαδικασία είναι ένα επιπλέον εργαλείο που διαθέτουν οι δικαστικές αρχές για την επίλυση διαφορών μεταξύ των διαδίκων, και έχει ως πηγή έμπνευσης το άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, αποσκοπεί στην επιτάχυνση των πληρωμών, προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυση των διαφορών σε σύντομο χρόνο.
Κατόπιν της άσκησης αγωγής στο οικείο Διοικητικό Εφετείο, οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της πράξης του εισηγητή δικαστή που ορίζεται οίκοθεν. Ο εισηγητής επιμελείται της συγκέντρωσης των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους και μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων εάν το κρίνει αναγκαίο, ενώ οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς.
Στη συνέχεια, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της. Ο εισηγητής δικαστικής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων από τους διαδίκους και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς το σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου και έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Επιπλέον, η διαδικασία ενδοδικαστικής επίλυσης διεξάγεται κατά τρόπο που διασφαλίζει το απόρρητο της. Οι διάδικοι, πλην του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εκπροσωπούνται στη διαδικασία του άρθρου 126Β από δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων και την διάταξη της περίπτωσης Α' της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα προς τον συνήγορο προκειμένου να υπογράψει την σχετική πράξη συμβιβασμού.
Τέλος, η απόφαση της ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Συνολικά, η εισαγωγή του άρθρου 126Β στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αποτελεί μια σημαντική αλλαγή και ανοίγει νέους δρόμους για την επίλυση διοικητικών διαφορών.