ΔΠΑ 5326/2020, 17ο Τμήμα
Στην περίπτωση που στη νομοθεσία του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού δεν έχει θεσπισθεί ειδική διάταξη, που να καθιερώνει τον χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά αυτού για αναζήτηση εισφορών, οι οποίες εισπράχθηκαν αχρεωστήτως, ο Οργανισμός δε αυτός τελεί υπό την εποπτεία του (τότε) Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, δεν τυγχάνει εφαρμοστέο σχετικώς το ν.δ. 496/1974 «Περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου». Επομένως, στην περίπτωση του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής, για την παραγραφή της πιο πάνω αξιώσεως εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 137 του ν. 3655/2008 ρυθμίστηκαν κατά τρόπο ενιαίο για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ζητήματα παραγραφής απαιτήσεων υπέρ και κατά αυτών, ο οποίος κατά κανόνα ορίζεται σε πέντε έτη. Οι ρυθμίσεις των διατάξεων αυτών, ως εκ του αντικειμένου τους και του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού, είναι ουσιαστικού δικαίου και αφορούν τόσο τις απαιτήσεις που έχουν υποπέσει σε παραγραφή με βάση τη γενική διάταξη του άρθρου 937 του Α.Κ., όσο και αυτές που έχουν υποπέσει σε παραγραφή με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Αναφορικά δε, με το εδάφιο της προαναφερόμενης διάταξης, ισχύουσα από 3.4.2008, που ορίζει ότι η παραγραφή των αξιώσεων κατά των ασφαλιστικών οργανισμών λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια, ως εκ του αντικειμένου της και του επιδιωκόμενου σκοπού, είναι δικονομικού χαρακτήρα και συνεπώς, καταλαμβάνει όλες τις διαφορές με αντικείμενο χρηματική αξίωση κατά φορέα κοινωνικής ασφάλισης που φέρονται προς συζήτηση ενώπιον των δικαστηρίων μετά την έναρξη ισχύος της.
Τέλος, επί του ενδίκου βοηθήματος της αγωγής, προκειμένου να επέλθουν τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα, ήτοι η διακοπή της παραγραφής και η έναρξη της τοκογονίας δεν αρκεί η κατάθεση του δικογράφου της αγωγής, αλλά απαιτείται και επίδοση αυτής στο εναγόμενο από τον ενάγοντα, ενώ η επίδοσή της επιμελεία του Δικαστηρίου δεν δύναται να επιφέρει το ανωτέρω αποτέλεσμα.
Σχετικά δε με το ζήτημα της τοκογονίας, ο οριζόμενος στο 6% ετησίως νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής νομικού προσώπου, εφαρμόζεται και στην περίπτωση των ΟΚΑ.