ΜονΔΠρΑθ 15908/2019
Αντισυνταγματικότητα χορήγησης επιδόματος βρεφονηπιακού σταθμού μόνο στις γυναίκες-μητέρες δικηγόρους και όχι στους άντρες-πατέρες δικηγόρους.
Αριθμός απόφασης: 15908/2019
ΓΑΚ ./2012
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα 13° Μονομελές
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Φεβρουαρίου 2019, με δικαστή την Ιωάννα Μπασιούκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Αικατερίνη Καραγεώργου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την προσφυγή-αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 13.12.2012,
του ..., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής (οδός .), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρου,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (νπδδ) με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων» (ΕΤΑΑ) και ήδη «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΕΦΚΑ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ, της πληρεξούσιας δικηγόρου Στέλλας Ραζή.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
- Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή-αγωγή, κατά το μέρος που ασκείται ως προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής . έντυπο e-παραβόλου της Γεν.Γραμ. Πληροφοριακών Συστημάτων μετά του οικείου αποδεικτικού πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς), ζητείται να ακυρωθεί, καθ' ερμηνεία του δικογράφου, η ./25.7.2012 (θέμα .ο) απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής (ΔΕ) Νομικών τουκαθ'ου με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, ασφαλισμένου δικηγόρου του Ταμείου, κατά της ./20.4.2012 απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Ασφάλισης - Παροχών του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Αθηνών του ΕΤΑΑ, επί της ./20.4.2012 αίτησης του ιδίου να του χορηγηθεί επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 15 του π.δ. 162/1998, για το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2005 έως το Δεκέμβριο του έτους 2011. Περαιτέρω, με τη σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αγωγή, για την οποία δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 274 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ΚΔΔ, ν. 2717/1999, Α' 97, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3659/2008, Α' 77), ζητείται, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, να υποχρεωθεί το διάδικο Ταμείο να καταβάλει στον ενάγοντα, νομιμοτόκως, το ποσό των 2.930 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ' άρθρα 105-106 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισνΑΚ, πδ 456/1984, ΑΊ64), για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που υπέστη λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς του, άρνησης των οργάνων του εναγομένου να του χορηγήσουν το επίμαχο επίδομα, κατά προαναφερθέν κρίσιμο χρονικό διάστημα. Η εν λόγω δε προσφυγή-αγωγή ασκείται παραδεκτώς και είναι, περαιτέρω, εξεταστέα κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.
- Επειδή, εξάλλου, νομίμως παρίσταται και συνεχίζει την παρούσα δίκη ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ως οιονεί καθολικός διάδοχος, από 1.1.2017, του εντασσόμενου σε αυτόνκαθ'ου- εναγομένου ΕΤΑΑ (βλ. άρθρα 51, 53 και 70 παρ.9 του ν. 4387/2016, ΦΕΚΑ' 85).
- Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, ενώ με το άρθρο 21 κατοχυρώνεται συνταγματικά η ισότιμη συμμετοχή των εργαζόμενων συζύγων στη δημιουργία οικογένειας. Εξάλλου, τόσο στο άρθρο 119 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (μετέπειτα άρθρο 141 του κειμένου της Συνθήκης που ενοποιήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2691/1999, Α'671, και τέθηκε σε ισχύ από 1.5.1999, και ήδη άρθρο 157 του κειμένου της που ενοποιήθηκε με τη Συνθήκη τηςΛισσαβώνας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3671/2008, ΑΊ29, και τέθηκε σε ισχύ από 1.12.2009), στο οποίο καθιερώνεται η ισότητα των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζόμενων ανδρών και γυναικών, όσο και με την Οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικών ασφαλίσεων (E.E.L. 6/10.1.1979), απαγορεύεται κάθε διάκριση ως προς τις χορηγούμενες παροχές που βασίζεται άμεσα ή έμμεσα στο φύλο (βλ.ΣτΕ 1070/2014, 1022/2005 7μ.). Εξάλλου, στο άρθρο 5 του πδ 87/2002 «Για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 96/97/ΕΚ και 86/378/ΕΟΚ» (Α' 66), και, μετά την κατάργηση του εν λόγω πδ, με το άρθρο 30 παρ.5 του ν. 3896/2010 (Α' 207/8.12.2010), στο άρθρο 7 του τελευταίου αυτού νόμου, ο οποίος προβλέπει, πλέον, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά των αυτοαπασχολούμενων, όπου δεν έχει πεδίο εφαρμογής η Οδηγία 79/7/ΕΟΚ, σε εναρμόνιση με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006 (EE L 204), ορίζεται με πανομοιότυπη διατύπωση ότι «1. Αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης διατάξεις που βασίζονται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ..., προκειμένου: α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) να καθορίσουν διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών ή να τις περιορίσουν μόνο στους εργαζόμενους του ενός ή του άλλου φύλου, στ)...».
- Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 25 του ν. 3655/2008 (Α' 58), συστάθηκε, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το ΕΤΑΑ, στον Κλάδο Πρόνοιας του οποίου εντάχθηκε και ο Κλάδος Πρόνοιας του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών (ΤΠΔΑ), ως Τομέας Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών (ΤΠΔΑ). Ο Τομέας αυτός εξακολουθεί να διέπεται από τις οικείες καταστατικές στο διατάξεις του ΤΠΔΑ, οι οποίες έχουν καταστεί, κατά τούτο, και δικές του καταστατικές διατάξεις. Ειδικότερα, στο Καταστατικό του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών (βδ6/22.9.1956, Α' 209), σκοπός του οποίου είναι η ιατρική και η υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισμένων-μελών του, ήτοι των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στα Μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (άρθρα 2 και 3), προβλέπεται μεταξύ των παρεχόμενων προς τους ασφαλισμένους του παροχών σε χρήμα και η συμμετοχή του Ταμείου στα έξοδα βρεφονηπιακών σταθμών των ασφαλισμένων του (άρθρο 4 παρ. 2). Ορίστηκε δε ότι οι όροι και οι προϋποθέσεις της χορήγησης του εν λόγω επιδόματος και το ύψος αυτού, καθορίζονται εκάστοτε με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και αναλόγως των οικονομικών του δυνατοτήτων, ενώ οι εν γένει λεπτομέρειες της παροχής αυτής θα ορισθούν από τον Κανονισμό περίθαλψης (άρθρο 17 παρ. 1 περ. ε'). Ακολούθως, δυνάμει της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε ο Κανονισμός Περίθαλψης του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών (πδ 162/1998, Α' 122), στο άρθρο 15 του οποίου ορίζεται ότι: «Το Ταμείο χορηγεί επίδομα για την παραμονή παιδιών ασφαλισμένων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς. Το ποσό του επιδόματος καθορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου και καταβάλλεται μέχρι ένδεκα μήνες το έτος. Δικαιούχοι του επιδόματος είναι οι άμεσα ασφαλισμένες γυναίκες δικηγόροι και οι γυναίκες ασκούμενοι δικηγόροι, που έχουν παιδιά ηλικίας από 1 μέχρι 5 ετών, είναι ασφαλισμένα στο Ταμείο και δεν δικαιούνται σχετικού επιδόματος από άλλο ασφαλιστικό φορέα. Για την έγκριση της δαπάνης, απαιτείται: α) αίτηση της δικαιούχου, β) απόδειξη πληρωμής του βρεφονηπιακού σταθμού και γ) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/86, στην οποία να δηλώνεται ότι δεν καταβάλλεται σχετικό επίδομα από άλλη πηγή, καθώς και ότι το παιδί παρέμεινε στον παιδικό σταθμό ολόκληρο το αιτούμενο χρονικό διάστημα».
- Επειδή, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 15 του Κανονισμού Περίθαλψης του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, με την οποία ορίζεται ότι δικαιούχοι του επιδόματος βρεφονηπιακού σταθμού είναι μόνον οι γυναίκες δικηγόροι και ασκούμενες - άμεσα ασφαλισμένες του Ταμείου, και όχι και οι άντρες συνάδελφοι τους, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών δικηγόρων κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 2 και 21 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 157 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 141 ΣΕΚ και πρώην άρθρο 119 ΣΕΟΚ), την Οδηγία 79/7/ΕΟΚ, το πδ 87/2002 (με τον οποίο ενσωματώθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι Οδηγίες 96/97/ΕΚ και 86/378/ΕΟΚ),και το ν. 3896/2010 (με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία 2006/54/ΕΚ), που κατοχυρώνουν την ίση μεταχείριση των δύο φύλων, αφού σύμφωνα με τα νέα κοινωνικά δεδομένα τόσο οι άντρες, όσο και οι γυναίκες εργαζόμενοι βαρύνονται εξίσου με την ανατροφή των τέκνων τους. Ως εκ τούτου, η εν λόγω ρύθμιση, κατά το μέρος που εισάγει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών δικηγόρων, αντίκειται τόσο στο Σύνταγμα, όσο και στο Κοινοτικό Δίκαιο και προς αποκατάσταση της επιβαλλόμενης εν προκειμένω ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, δικαιούχοι του εν λόγω επιδόματος είναι και οι άμεσα ασφαλισμένοι άρρενες δικηγόροι και ασκούμενοι δικηγόροι, εφόσον έχουν παιδιά ηλικίας από 1 μέχρι 5 ετών, τα οποία είναι ασφαλισμένα στο Ταμείο και δεν δικαιούνται σχετικού επιδόματος από άλλο ασφαλιστικό φορέα (πρβλ.ΟλΣτΕ42/2013, 3088/2007, 1467/2004).
- Επειδή, τέλος, στο άρθρο 79 του ΚΔΔ ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της ... 2. Αν η προσφυγή στρέφεται κατά ρητής πράξης, το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την προσφυγή ενόλωή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την τροποποιεί, είτε απορρίπτει την προσφυγή. 3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) ... β) ... γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία». Ακολούθως, στο άρθρο 80 του ΚΔΔ ορίζεται ότι «1. Το δικαστήριο, κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε δέχεται την αγωγή εν όλω ή εν μέρει και, ανάλογα με το αίτημα της, επιδικάζει την παροχή ή απλώς αναγνωρίζει τη σχετική αξίωση, είτε απορρίπτει την αγωγή. 2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής. 3. ...».Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο ελέγχει την πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία μέσα στα όρια της προσφυγής, όπως αυτά προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της (βλ. ΣτΕ 2109/2017 σκ.7, 38/2014, 4105, 1337/2012, 3745/2007). Στην περίπτωση δε κατά την οποία, για την ικανοποίηση ορισμένου αιτήματος απαιτείται, κατά νόμο, να συντρέχουν σωρευτικώς περισσότερες προϋποθέσεις και η Διοίκηση έχει απορρίψει το αίτημα λόγω έλλειψης μίας από τις προϋποθέσεις αυτές, χωρίς να εξετάσει τη συνδρομή των υπολοίπων, το δικαστήριο της ουσίας, εάν κρίνει είτε ότι πληρούται πράγματι η προϋπόθεση την οποία η Διοίκηση είχε θεωρήσει ότι δεν συνέτρεχε είτε ότι, κατά την έννοια του νόμου, δεν απαιτείται να συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, δεν έχει την εξουσία να προχωρήσει το πρώτον στην έρευνα της συνδρομής και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων που δεν εξετάστηκαν από τη Διοίκηση, αλλά οφείλει να ακυρώσει την προσβληθείσα πράξη και να αναπέμψει την υπόθεση στην αρμόδια διοικητική αρχή, για να κρίνει εκείνη, τηρώντας την οικεία διοικητική διαδικασία, αν συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος του διοικούμενου (βλ. ΣτΕ 2109/2017, 3092/2015, 1706/2015, 38/2014, 1191/2014, 626/2012, 1263/2009, 2730/2005). Επί αγωγής αποζημίωσης, όταν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το διοικητικό δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής. Κατά συνέπεια, στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες κατά της διοικητικής πράξης ή παράλειψης προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ή αίτησης ακύρωσης, η οποία δεν έχει ασκηθεί, ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω πράξης ή παράλειψης από το δικαστήριο της αγωγής αποζημίωση γίνεται εντός των ορίων που καθορίζουν οι κείμενες διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν την προσφυγή ή την αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 841/2015, πρβλ. ΣτΕ 2260/2013 Ολομ., 2176/2012, 4109/2010). Συνεπώς, επί αγωγής που θεμελιώνεται σε παράνομη πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η Διοίκηση δεν άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, απορρίπτει την αγωγή, μη έχοντας εξουσία αναπομπής της υπόθεσης στη Διοίκηση, όπως επί προσφυγής (πρβλ. ΣτΕ 3035/2014). Και τούτο διότι τα δικαστήρια ουσίας δύνανται να επιδικάζουν αποζημίωση μόνο για ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη πράξη ή παράλειψη και όχι για ζημία η οποία προϋποθέτει ευνοϊκή για τον ενάγοντα πράξη, την οποία όφειλαν, κατά νόμο, να εκδώσουν τα αρμόδια διοικητικά όργανα (βλ. ΣτΕ 2168/2007 7μ., 2803/2006).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων-ενάγων, δικηγόρος, ασφαλισμένος στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, έχει αποκτήσει με τη σύζυγο του, ., δύο (2) τέκνα, τον . και το ., γεννηθέντα στις 21.2.2004 και 21.3.2008 αντίστοιχα. Με την ./20.4.2012 αίτηση, την οποία υπέβαλε ο εν λόγω ασφαλισμένος ενώπιον του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέα Υγείας-Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών), ζήτησε να του χορηγηθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 15 τουπ.δ. 162/1998 επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού, για την παραμονή την ανωτέρω τέκνων του στους Δημοτικούς Παιδικούς Σταθμούς του Δήμου Γλυφάδας κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του έτους 2005 έως το Δεκέμβριο του 2011 (όπως ανά τέκνο ειδικότερα εξειδικεύεται). Με την αίτηση του αυτή ο προσφεύγων - ενάγων προσκόμισε ενώπιον του καθ' ου την από 20.4.2012 υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986, σύμφωνα με την οποία δεν δικαιούται ο ίδιος ή η μητέρα των τέκνων του επίδομα για την παραμονή των τέκνων του σε βρεφονηπιακό σταθμό από άλλο φορέα και ότι τα τέκνα του παρέμειναν στον παιδικό σταθμό καθ' όλο το αιτούμενο χρονικό διάστημα καθώς και, κατά τα αναφερόμενα επ' αυτής, δεκαεπτά (17) διπλότυπα είσπραξης και μία (1) βεβαίωση του Ταμείου Είσπραξης Εσόδων Δημοτικών Παιδικών Σταθμών του Δήμου Γλυφάδας σχετικά με την καταβολή των οικείων εξόδων συνολικού ποσού 2.930 ευρώ (τα εν λόγω δε παραστατικά δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης). Η επίμαχη αίτηση απορρίφθηκε με την ./.20.4.2012 απόφαση του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Ασφάλισης-Παροχών του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Αθηνών του ΕΤΑΑ, με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπεται από την νομοθεσία του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Αθηνών η καταβολή του επιδόματος αυτού στους άνδρες ασφαλισμένους δικηγόρους. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, ο προσφεύγων - ενάγων εμπρόθεσμα και εν γένει νομότυπα την ./26.6.2012ενδικοφανή προσφυγή του, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση της ΔΕ Νομικών του ΕΤΑΑ με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Ήδη με το κρινόμενο δικόγραφο, ο προσφεύγων - ενάγων ζητεί αφενός μεν να ακυρωθεί η ως άνω απορριπτική επί του αιτήματος του απόφαση, αφετέρου δε να υποχρεωθεί το Ταμείο να καταβάλει σε αυτόν, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση, το ποσό των 2.930 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ' άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, λόγω της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς του, άρνησης των οργάνων του εναγομένου να του χορηγήσουν το προαναφερθέν ποσό που κατέβαλε για την παραμονή των τέκνων του σε βρεφονηπιακό σταθμό κατά το ως άνω χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, προβάλλει ότι η διάταξη του άρθρου 15 του Κανονισμού Περίθαλψης του Ταμείου κατά το μέρος που προβλέπει τη χορήγηση του επίμαχου επιδόματος μόνο στις γυναίκες δικηγόρους εξαιρώντας τη λήψη αυτού από τους άντρες δικηγόρους αντίκειται , μεταξύ άλλων, στα άρθρα 4 παρ. 2, 22 παρ. 1 εδ. β και 116 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 119 της ΣυνθΕΚ.
- Επειδή, το καθ' ου-εναγόμενο νομικό πρόσωπο, με το από 25.2.2019 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα και την οικεία έκθεση απόψεων, προβάλλει ότι η εν λόγω παροχή προβλέπεται από τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου μόνο για τις γυναίκες δικηγόρους και ασκούμενες δικηγόρους και ότι συντρέχουν βιολογικοί και αντικειμενικοί λόγοι, που δικαιολογούν τη διαφορετική αντιμετώπιση των δύο φύλων. Περαιτέρω, προβάλλει ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές βρίσκονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Συντάγματος, η επεκτατική εφαρμογή τους θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση του Δικαστηρίου στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, ενώ το Ταμείο θα αδυνατεί οικονομικά να καλύψει την εν λόγω δαπάνη και για τους άνδρες δικηγόρους.
- Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν, η διάταξη του εδαφίου γ' του άρθρου 15 του Κανονισμού Περίθαλψης του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, κατά το μέρος που προβλέπει τη χορήγηση του επιδόματος παραμονής ανήλικων τέκνων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς μόνον στις ασφαλισμένες γυναίκες δικηγόρους και ασκούμενες δικηγόρους, είναι αντισυνταγματική, ως αντικείμενη στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Και τούτο διότι εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών δικηγόρων ασφαλισμένων του Ταμείου, χωρίς η διαφοροποίηση αυτή να εδράζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες ή να δικαιολογείται από άλλουςαποχρώντεςλόγους. Για την αποκατάσταση δε της επιβαλλόμενης ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, η πιο πάνω διάταξη πρέπει να τύχει εφαρμογής και για τους άνδρες δικηγόρους ασφαλισμένους του Ταμείου, χωρίς τούτο να συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση του Δικαστηρίου στο έργο της νομοθετικής εξουσίας (πρβλ. ΣτΕ 3011/2010, 2435/1997 7μ). Κατόπιν τούτων, μη νομίμως απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος - ενάγοντος με την αιτιολογία ότι δεν προβλέπεται η χορήγηση του επίμαχου επιδόματος στους άρρενες ασφαλισμένους και η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της προσφυγής. Δοθέντος, όμως, ότι το Ταμείο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος - ενάγοντος, χωρίς να εξετάσει τη συνδρομή των υπόλοιπων προϋποθέσεων για την χορήγηση της παροχής του άρθρου 15 του Κανονισμού Περίθαλψης του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη και 6, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Ταμείο προς περαιτέρω νόμιμη κρίση, ενόψει του ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να προβεί το πρώτον στην έρευνα της συνδρομής των λοιπών νόμιμων προϋποθέσεων που δεν εξετάστηκαν (πρβλ. ΣτΕ 2/2006 7μ., 1006/2010, 794/2014). Εξάλλου, το Δικαστήριο ούτε παρεμπιπτόντως δύναται να εξετάσει τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου για τη χορήγηση της επίμαχης παροχής, στο πλαίσιο της σωρευθείσας αγωγής, καθόσον, αξιολογώντας πραγματικό διάφορο εκείνου στο οποίο στηρίχθηκε η Διοίκηση, τούτο θα συνιστούσε υποκατάσταση της αιτιολογίας της πράξης των ασφαλιστικών οργάνων (βλ. ΣτΕ 2923/2013, πρβλ. ΣτΕ 3376/2006, 3990/2005, 1503/2003). Ενόψει δε του ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, να αποφανθεί για το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης επί του αιτήματος του προσφεύγοντος-ενάγοντος, υποκαθιστώντας τη Διοίκηση στην κρίση αυτή, δεν συντρέχουν οι κατά τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ προϋποθέσεις θεμελίωσης της ένδικης αξίωσης του ενάγοντος προς αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που επικαλείται και, ως εκ τούτου, η σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.
- Επειδή, κατ' ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής Νομικών του ΕΤΑΑ και η υπόθεση να αναπεμφθεί σε αυτό (ήδη ΕΦΚΑ) για περαιτέρω νόμιμη κρίση, ενώ, η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα - ενάγοντα το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, ενόψει της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1εδ. γ' του ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την Σ./25.7.2012 (θέμα .ο) απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ).
Αναπέμπει την υπόθεση στο ως άνω Ταμείο (ήδη ΕΦΚΑ), προκειμένου το αρμόδιο όργανο να εξετάσει εάν συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση του αιτούμενου επιδόματος στον προσφεύγοντα - ενάγοντα.
Διατάσσει την απόδοση στον προσφεύγοντα- ενάγοντα του καταβληθέντος παραβόλου.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 11.11.2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.