Ένα απόλυτο «όχι» στην επαναφορά του αγωγόσημου, του Σπ.Σκιαδόπουλου

Πολλές φορές έχουμε επαναλάβει αυτό που είναι και πραγματικότητα, πως δηλαδή «η δικαιοσύνη είναι ακριβή». Τον κύριο και βασικό λόγο που η δικαιοσύνη είναι ακριβή συνιστά η εμμονή του κράτους στην επιβολή έμμεσων φόρων υπό την μορφή παραβόλων σε κάθε διαδικαστική πράξη χωρίς δικαιολογητικό λόγο. Παράβολο στις αναβολές, τέλος απογράφου, μεγαρόσημο σε κάθε αίτηση και ούτω καθεξής. Πολλές φορές νιώθω μια ανησυχία όταν εξηγώ στον πολίτη τα διάφορα έξοδα.

Ένα από τα δικαστικά έξοδα είναι το δικαστικό ένσημο ή το λεγόμενο «αγωγόσημο» το οποίο αποτελεί το περίπου τα 0,8% όταν ζητείται χρηματική απαίτηση. Μέχρι πρότινος, το δικαστικό ένσημο καταβαλλόταν στις αγωγές εκείνες με τις οποίες ζητούνταν η καταβολή ενός ποσού, δηλαδή στις «καταψηφιστικές αγωγές», και όχι στις αγωγές εκείνες που ζητούνταν η αναγνώριση της οφειλής, τις «αναγνωριστικές αγωγές». Με πρόσφατη τροπολογία της τελευταία στιγμής από την κυβέρνηση, χωρίς συζήτηση, χωρίς την παραμικρή αναφορά, επαναφέρθηκε το δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα με αναδρομική ισχύ.

Η επαναθεσμοθέτηση της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου δημιουργεί μέγιστο πρόβλημα στην πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη, σε βάρος ειδικά  των οικονομικά αδυνάτων. Η διάταξη αυτή είναι προδήλως αντισυνταγματική και αντίθετη με την ΕΣΔΑ, κάτι που επισημαίνεται από το σύνολο του νομικού κόσμου και μάλιστα από πολλές δικαστικές αποφάσεις. ‘Όπως έχει αναφερθεί πλειστάκις στη νομολογία, η υποχρέωση προσκόμισης δικαστικού ενσήμου ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος και συνιστά συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό, ο οποίος παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη (Ολ. ΣΤΕ 601/2012 ΝΟΒ 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, ΑΕΔ 33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15-2-2000 Garcia Manipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004).

Η διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του δικαστικού ενσήμου είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί καταψηφιστικών αγωγών είναι εκτελεστές, δηλαδή ο πολίτης δύναται απευθείας να εισπράξει το πόσο που του επιδικάζεται (με αντίστοιχα παράβολα βέβαια που πρέπει να καταβληθούν), ενώ εξ αντιθέτου οι αποφάσεις επί των αναγνωριστικών αγωγών δεν μπορούν να εισπραχθούν αυτοτελώς. Προκειμένου μια αναγνωριστική απόφαση να εκτελεστεί τελικά, ο πολίτης θα πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική τακτική, η οποία ωστόσο ενέχει σε πολλές περιπτώσεις την εκ νέου καταβολή δικαστικού ενσήμου. Άρα με την παρούσα ρύθμιση μια αναγνωριστική απόφαση για να εξοφληθεί υπάρχει περίπτωση να καταβληθεί δύο φορές δικαστικό ένσημο!  Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, χωρίς να υπάρχει καν δικαιολογητικός λόγος, πέραν των συνηθισμένων ότι «οι Έλληνες είναι δικομανείς», «για την αποφυγή προδήλως αβάσιμων αγωγών», «για την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης» και όλα αυτά τα δήθεν επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για πολλές δεκαετίες πια.

Ήδη υπάρχουν μηχανισμοί για την αποφυγή προδήλως αβάσιμων αγωγών. Οι Έλληνες δεν είναι δικομανείς, ενώ ξεκάθαρα η επαναφορά του δικαστικού ενσήμου γίνεται για φοροεισπρακτικούς λόγους. Ακόμα και έτσι, τα έσοδα αυτά  χάνονται στη μετάφραση, χάνονται από το αδηφάγο κράτος, το οποίο αποφάσισε πως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι για λίγους και συγκεκριμένους. Κάποιες φορές το αποφασίζει για φοροεισπρακτικούς λόγους, κάποιες φορές για εξοικονόμηση δαπανών και κάποιες φορές το αποφασίζει για την αποτροπή των πολιτών από το να καταφύγουν στη δικαιοσύνη. Βάζει ΦΠΑ γιατί κατά τη γνώμη του τα δικαιώματα μας επιδέχονται φορολογίας, ανεβάζει τα έξοδα για να εισπράξει και να «αποσυμφορήσει» τα δικαστήρια  και να επιταχύνει τη διαδικασία, υποτίθεται. Όλα αυτά τα έξοδα της διαδικασίας αργά αλλά σταθερά κατατρώνε τη δυνατότητα των πολιτών να ζητήσουν την προστασία του νόμου .

Σίγουρα ως προς το ζήτημα της ταχύτητας η Δικαιοσύνη χρειάζεται λίγο βοήθεια. Υποθέσεις και υποθέσεις εκκρεμούν για χρόνια και χρόνια.

Η λεγόμενη αργοπορία της Δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπισθεί με εξορθολογισμό και στελέχωση των υπηρεσιών, αλλά αντί το κράτος να ασχολείται με την καλύτερη στελέχωση της Δικαιοσύνης, ασχολείται με την εν κρυπτώ επαναφορά ενός αντισυνταγματικού φοροεισπρακτικού μέτρου. Η ανάγκη στελέχωσης των υπηρεσιών των Δικαστηρίων, ειδικά στα περιφερειακά Δικαστήρια είναι άμεση και επιτακτική. Ενδεικτικά, οι Δικαστικές Υπηρεσίες του Δικαστικού Μεγάρου Κέρκυρας λειτουργούν υπό  συνεχές καθεστώς «υποστελέχωσης», με τραγικό κορυφαίο το Πρωτοδικείο, όπου η κάλυψη των οργανικών θέσεων αγγίζει με μεγάλη προσπάθεια μόλις το 50% περίπου, με το Εφετείο να ακολουθεί από κοντά σε αυτό το τραγικό αγώνα «υποστελέχωσης».

Άμεσα το μέτρο θα πρέπει να αποσυρθεί, και αναδρομικά μάλιστα, για τις αναγνωριστικές αγωγές που τυχόν καταβλήθηκε το δικαστικό ένσημο από την 30η Νοεμβρίου έως και σήμερα. Η κυβέρνηση θα πρέπει να σταματήσει να παίζει με τη Δικαιοσύνη, να ξεκινήσει να κινείται προς την σωστή κατεύθυνση στελέχωσης των Δικαστικών Υπηρεσιών και να μην ασχολείται με φοροεισπρακτικά μέτρα σε βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών.

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply