Η ένορκη βεβαίωση μετά το ν. 4335/2015, του Βασιλείου Α. Χατζηιωάννου

γράφει ο  Βασίλειος Α. Χατζηιωάννου, Επίκουρος Καθηγητής του Αστικού Δικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Δ.Π.Θ.

*Μνεία γίνεται πως το εν λόγω κείμενο αποτελεί σημείωσεις για το μάθημα "Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Ι" στη Νομική Σχολή ΔΠΘ. Αναγνωρίζοντας την αξία του κειμένου ζητήσαμε την αναδημοσίευση και  ο κ.καθηγητής ευγενώς μας το διέθεσε.

Ένορκη βεβαίωση είναι το επώνυμο αποδεικτικό μέσο με το οποίο πρόσωπο το οποίο έχει την ιδιότητα του μάρτυρα και υπό τις ίδιες με τους μάρτυρες νόμιμες προϋποθέσεις βεβαιώνει ενόρκως αλλά εγγράφως την γνώση του επί πραγματικών περιστατικών.

Η ένορκη βεβαίωση, σε αντίθεση με την κατάθεση του μάρτυρα, αποτελεί επώνυμο αποδεικτικό μέσο που παράγεται κατά παρέκκλιση της αρχής της αμεσότητας των αποδείξεων, υπό την έννοια ότι αυτή συντάσσεται και η σχετική γνώση του μάρτυρα εξωτερικεύεται σε χρόνο και υπό συνθήκες που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές από το δικάζον δικαστήριο. Τα ήσσονα εχέγγυα αξιοπιστίας, που οφείλονται ακριβώς στην κατά παρέκκλιση της αμεσότητας παραγωγή της, αποδέχεται η δικονομική έννομη τάξη προς τον σκοπό επιτάχυνσης της αποδεικτικής διαδικασίας, εφόσον τηρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις.

Μετά το ν. 4335/2015 οι ένορκες βεβαιώσεις αναβαθμίσθηκαν, καθώς  ειδικώς στην τακτική διαδικασία υποκαθιστούν την προαιρετική για τον δικαστή  εξέταση μάρτυρα. Εφόσον έχουν υποβληθεί με τις προτάσεις, δημιουργούν υποχρέωση του δικαστηρίου, αν διατάξει την εξέταση μαρτύρων, να δεχθεί/διατάξει με την πράξη του ως μάρτυρα έναν ανά πλευρά (396), οπωσδήποτε όμως κάποιον από τους ενόρκως βεβαιούντες (νέο 237 § 6 ΚΠολΔ).

Οι προϋποθέσεις υποστατού και παραδεκτού

Με το ν. 4335/2015 προστίθενται οι  νέες διατάξεις των άρθ. 421-424 ΚΠολΔ οι οποίες, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 237 και 591 ΚΠολΔ προβλέπουν τους εξής όρους του υποστατού/παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης:

(α) Κλήτευση των αντιδίκων [αλλά και των ομοδίκων του κλητεύοντος[1]] με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει την λήψη ένορκης βεβαίωσης.

(β) Τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργασίμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης [βλ. νέο 237 §1 για το χρονοδιάγραμμα: π.χ. 1η Μαρτίου κατάθεση αγωγής, Πέμπτη 9 Ιουνίου κατάθεση προτάσεων, Τετάρτη 8 Ιουνίου ορισμός από τον διάδικο λήψης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Χ ειρηνοδίκη, κλήτευση αντιδίκου [κι ομοδίκων κλητεύοντος] μέχρι την Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016 [διότι Κυριακή 5 Ιουνίου επίδοση κλήσης απαγορεύεται: 125 § 1 ΚΠολΔ]

(γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθ. 422 § 1 ΚΠολΔ: Ημερομηνία και ώρα λήψης, ονοματεπώνυμο και διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη (ή στον πρόξενο) ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, αγωγή (ή ένδικο βοήθημα ή μέσο), που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα[2].

(δ) Λήψη ενώπιον (τουλάχιστον λειτουργικά)[3] αρμόδιου οργάνου [ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου].

(ε) Ιδιότητα μάρτυρα (τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν).

(στ) Ορκοδοσία.

(ζ) Εμπρόθεσμη υποβολή της βεβαίωσης με τις προτάσεις [κι εφόσον αφορά σε αντίκρουση προηγηθείσης ένορκης βεβαίωσης, με την προσθήκη].

Αν δεν πληρούται κάποιο από τους ανωτέρω όρους (ή δεν αναφέρονται στην κλήση τα λοιπά στοιχεία του άρθρ. 118 ΚΠολΔ), η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη [στην περίπτωση ζ’ απαράδεκτη] και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων[4].

Ωστόσο, τα ελαττώματα που σχετίζονται με την κλήτευση (υπό α,β,γ ανωτέρω) θεραπεύονταν εμπράκτως δια της παραστάσεως του αντιδίκου του κλητεύοντος διαδίκου κατά την διαδικασία λήψης της ένορκης βεβαίωσης.

Αν μάρτυρας προσέλθει μετά την προκαθορισμένη στην κλήση ώρα, και πάντως μετά την πάροδο τετάρτου της ώρας[5] και η καθυστερημένη αυτή προσέλευσή του αποδεικνύεται πλήρως από το προοίμιο της βεβαίωσης[6], η ένορκη βεβαίωση είναι επίσης ανυπόστατη.

Στοιχεία μη αποτελούντα όρους του υποστατού

  1. Με το νέο άρθ. 421 ΚΠολΔ η ένορκη βεβαίωση πρέπει να λαμβάνεται ενώπιον ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου με συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα [αυτή της έδρας του δικαστηρίου, κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα]. Πρόκειται για διάταξη που αποσκοπεί στο να αποτρέψει παρατηρηθείσες καταχρηστικές κλητεύσεις σε απομακρυσμένα ειρηνοδικεία ή συμβολαιογράφους άσχετους με την δίκη ή τον μάρτυρα, προκειμένου να δυσχερανθεί η άσκηση του δικαιώματος του κλητευθέντος να παρασταθεί στην διαδικασία. Το άρθ. 424 φαίνεται να επιβάλλει κατά την διατύπωσή του το ανυπόστατο και στις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιου ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή προξένου. Ωστόσο, κατά την τελολογικά ορθότερη άποψη, τέτοιες ένορκες βεβαιώσεις δεν καθίστανται αυτοδικαίως άκυρες (ανυπόστατες), αλλά άκυρες με απόδειξη δικονομικής βλάβης (159 § 3 ΚΠολΔ) από την πλευρά του κλητευόμενου αντιδίκου και με αντίστοιχη κήρυξή της ως άκυρων με δικαστική απόφαση. Και τούτο, διότι στον σκληρό πυρήνα των απαραίτητων στοιχείων του υποστατού της ένορκης βεβαίωσης ανήκει η λήψη της ενώπιον λειτουργικά αρμόδιου οργάνου (π.χ. λήψη από συμβολαιογράφο και όχι από ληξίαρχο) και όχι η λήψη ενώπιον τοπικά αρμόδιου. Εξάλλου, η αναρμοδιότητα δεν αποτελεί ούτε στο πλαίσιο της δίκης προϋπόθεση που συνεπάγεται απαράδεκτο της αγωγής, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να συνεπάγεται απαράδεκτο αποδεικτικού μέσου. Απαιτείται λοιπόν μια συσταλτική ερμηνεία του άρθ. 424 ως προς την προαναφερθέν ελάττωμα, που να συνάδει τόσο με τη θεωρία περί ακυρότητας των διαδικαστικών πράξεων όσο και με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4335/2015 που δεν περιλαμβάνει ρητώς στις ουσιώδεις διατυπώσεις την τοπική αναρμοδιότητα.

 

  1. Εκτός από τα προαναφερθέντα, δεν προβλέπεται ούτε απαιτείται άλλο στοιχείο, προκειμένου να είναι υποστατή η ένορκη βεβαίωση. Ειδικότερα, δεν απαιτείται ούτε προβλέπεται ούτε κι επιτρέπεται η υποβολή ερωτήσεων από το αρμόδιο όργανο ή από τους παρισταμένους διαδίκους στον μάρτυρα, όπως π.χ. προβλέπεται στην διοικητική δικονομία (185 § 3 ΚΔιοικΔ). Και τούτο, διότι τότε δεν θα επρόκειτο για ένορκη βεβαίωση αλλά για άλλο αποδεικτικό μέσο, την μαρτυρική κατάθεση κατά την προδικασία, που σε αντίθεση με τον ΚΔιοικΔ δεν προβλέπεται στον ΚΠολΔ, ούτε βεβαίως ταυτίζεται με τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης του ΚΠολΔ.

 

«Εξώδικες βεβαιώσεις» – Αριθμητικός περιορισμός

Η ένορκη βεβαίωση που ελήφθη στο πλαίσιο άλλης δίκης κατόπιν νόμιμης εκεί τήρησης των προϋποθέσεων λήψης της [«εξώδικη ένορκη βεβαίωση»], αποτελεί δικαστικό τεκμήριο και λαμβάνεται ως τέτοιο υπόψη υπό τον περιορισμό του άρθ. 395 ΚΠολΔ.

Με το νέο 422 § 3 ΚΠολΔ προβλέπεται ο αριθμητικός περιορισμός των ενόρκων βεβαιώσεων[7]. Ο περιορισμός αυτός ισχύει πλέον τόσο για την τακτική όσο και για τις ειδικές διαδικασίες[8]. Οι διάδικοι καταθέτουν μέχρι 5 βεβαιώσεις με τις προτάσεις τους και μέχρι 3 βεβαιώσεις για αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων των αντιδίκων τους. Εφόσον κατατεθεί έκτη κατά σειρά ένορκη βεβαίωση με τις προτάσεις, δεν λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο ως απαράδεκτη. Πάντως, τυχόν υποβληθείσες «εξώδικες» ένορκες βεβαιώσεις εκφεύγουν το αριθμητικού περιορισμού καθώς αποτελούν δικαστικά τεκμήρια και όχι ένορκες βεβαιώσεις του άρθ. 421 επ..

Σημειώνεται πάντως ότι ο αριθμητικός περιορισμός δεν ισχύει στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας (γνήσιας και μη γνήσιας) λόγω της ισχύος της ανακριτικής αρχής που είναι ασυμβίβαστη με αυτό τον αριθμητικό περιορισμό, ούτε στα ασφαλιστικά μέτρα, καθώς και σε αυτά ισχύει η ελεύθερη απόδειξη και ο δικαστής μπορεί νομίμως να λάβει υπόψη ακόμα και αποδεικτικά μέσα κατά παρέκκλιση των κανόνων της τακτικής διαδικασίας[9].

 Ένδικα μέσα

  1. Ιδρύει λόγο αναίρεσης (559 αρ. 11 ΚΠολΔ) η λήψη υπόψη ανυπόστατης ή απαράδεκτης ένορκης βεβαίωσης ή ένορκης βεβαίωσης κατά παράβαση του περιορισμού του άρθ. 393 [και χωρίς μνεία στην απόφαση της ουσία εξαίρεσης του άρθ. 394] ή η λήψη υπόψη (ή η παράλειψη λήψης υπόψη) από το δικαστήριο της ουσίας νόμιμης ένορκης βεβαίωσης, εφόσον δεν προκύπτει ρητώς από το κείμενο της απόφασης ότι ελήφθη υπόψη.
  2. Η ψευδής ένορκη βεβαίωση που αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη ποινική απόφαση αποτελεί λόγο αναψηλάφησης του άρθ. 544 αρ. 6, εξομοιούμενη έτσι απολύτως με την ψευδή μαρτυρική κατάθεση και με τα ψευδή ή πλαστά εν γένει αποδεικτικά μέσα.

Δικαίωμα προβολής ισχυρισμών του αντιδίκου στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης

Προκειμένου να παύσουν οι συχνά παρατηρούμενες στην πράξη προστριβές μεταξύ των διαδίκων αλλά και ανάμεσα σε διαδίκους και αρμόδια όργανα (συμβολαιογράφους, ειρηνοδίκες) σχετικά με το ζήτημα αν ο παραστάς αντίδικος κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης έχει δικαίωμα (και το αρμόδιο όργανο, αντίστοιχη υποχρέωση) να καταχωρήσει στο προοίμιο της βεβαίωσης ενστάσεις, ισχυρισμούς κι αιτήσεις του[10], το νέο άρθρ. 423 § 2 ΚΠολΔ προβλέπει ότι «ενστάσεις και αιτήσεις εξαίρεσης [κατά] εκείνου, που δίδει τη βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, κρίνονται όμως από το Δικαστήριο». Οι ενστάσεις και οι ισχυρισμοί αυτοί προβλέπονται εξάλλου ρητώς κατά νομοθετική παραπομπή του άρθ. 423 § 1 ΚΠολΔ[11].

Η μη καταχώρηση ενδεχόμενης ένστασης του κλητευθέντος αντιδίκου είτε διότι δεν παραστάθηκε κατά την λήψη της ένορκης βεβαίωσης, είτε διότι παραστάθηκε και δεν πρότεινε την ένσταση ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, δεν συνεπάγεται απαράδεκτο της προβολής της για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι η λήψη ένορκης βεβαίωσης δεν αποτελεί δίκη, ώστε να ελέγχεται το παραδεκτό της προβολής βάσει της αρχής της συγκεντρώσεως ή του δεδικασμένου, αλλά διαδικαστική πράξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην οποία δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω αρχές.

Συνεπώς, θα μπορεί ο διάδικος να αντικρούσει την ένορκη βεβαίωση που προσκόμισε ο αντίδικός του με την προσθήκη του, δηλαδή κατά το πρώτο στάδιο της δίκης αμέσως μετά την παραδεκτή προσκόμιση της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις (νέο 237 §§ 1,2 και νέο 591§ 1 περ. ε’ και στ’ ΚΠολΔ). Τότε εξάλλου σε περίπτωση συνδρομής λόγου εξαίρεσης (400), θα μπορεί να προβάλει παραδεκτώς και τον αντίστοιχο ισχυρισμό.

Ενιαίοι κανόνες στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες

Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται ενιαία τόσο στην τακτική όσο και στις ειδικές διαδικασίες (κατά παραπομπή του νέου άρθρ. 591 § 1), αφού μετά το ν. 4335/2015 απαλείφθηκαν οι ειδικές διατάξεις των άρθρ. 650 § 1 και 671 § 1 ΚΠολΔ που προέβλεπαν κλήτευση προ 24ώρου και σε αντικατάστασή τους δεν εισήχθησαν άλλες με ειδικότερο περιεχόμενο. Συνεπώς, τόσο ως προς την προθεσμία κλήτευσης όσο και ως προς το υποχρεωτικό περιεχόμενο της κλήσης, θα εφαρμόζονται ομοίως στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες τα άρθρ. 421 - 424 ΚΠολΔ.

Επίσης, εφόσον το ένδικο αντικείμενο απόδειξης υπόκειται στο περιορισμό του άρθ. 393, η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε στην τακτική ούτε στις ειδικές διαδικασίες (340 § 1 και 395 ΚΠολΔ).

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 

Σχέδιο κλήσης του άρθ. 422 § 1 ΚΠολΔ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ

 

ΚΛΗΣΗ

 

Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ….  ……….  που εδρεύει στην Κομοτηνή (οδός ………) και εκπροσωπείται νόμιμα.

 

ΠΡΟΣ

Τον ……………, κάτοικο Παγκρατίου Αττικής, οδός ……..

***

Ενόψει της εκδίκασης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) της με αριθμό κατάθεσης Χ/ 1.3.2016 αγωγής σας κατά της εταιρείας μας κι επειδή έχουμε νόμιμο δικαίωμα λήψης ενόρκων βεβαιώσεων προς αντίκρουσή της, σας γνωστοποιούμε ότι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών που σχετίζονται με την ως άνω αγωγή σας, θα λάβουμε ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων μας  Γ.Χ., του Δημητρίου, ιδ. Υπαλλήλου, κατοίκου Αθηνών, οδός….. και του Δ.Ζ του Σάββα., εμπόρου, κατοίκου Αθηνών, οδός ……. , ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, Ζ. Κ. στο γραφείο της επί της οδού …………… αρ. 17, Αθήνα την Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016 και ώρες 17:00 και 17:10 και σας καλούμε να παραστείτε. Άλλως, σας δηλώνουμε ότι η λήψη των εν λόγω ενόρκων βεβαιώσεων θα γίνει ερήμην σας.

 

Με την ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματός μας, αρμόδιος δικαστικός επιμελητής εντέλλεται να επιδώσει νομίμως την παρούσα προς ον απευθύνεται, προς γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αντιγράφοντας αντίστοιχα το περιεχόμενό της στη σχετική έκθεση επιδόσεώς του.

 

Επικολλήθηκε ένσημο ΤΠΔΑ ΕΥΡΩ 1,15.

 

Αθήνα, 2 Ιουνίου 2016

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος

_________________________________________________________________________________________________

[1] ΑΠ 1608/2007 ΕΠολΔ 2008.201 με παρατηρήσεις Χατζηϊωάννου, ΠΠρΑθ 1027/ 2010 ΝΟΜΟΣ

[2] Πριν τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 ΚΠολΔ δεν υπήρχε υποχρέωση γνωστοποίησης του προσώπου του βεβαιούντος ή του θέματος για το οποίο θα δοθεί η ένορκη βεβαίωση. Μάλιστα, ήταν τόσο επουσιώδη το ανωτέρω στοιχεία, ώστε, ακόμα κι αν εξεταζόταν μάρτυρας διαφορετικός του γνωστοποιηθέντος με την κλήτευση ή βεβαίωνε για άλλα θέματα,  δεν προκαλείτο ακυρότητα: ΑΠ 197/2000 ΝΟΜΟΣ. Η προσθήκη αυτή έχει προκαλέσει την αντίδραση του νομικού κόσμου διότι η προηγούμενη γνωστοποίηση των στοιχείων του μάρτυρα τον καθιστά ευάλωτο σε παράνομες πιέσεις από τον αντίδικο του επισπεύδοντος διαδίκου.

[3] Βλ. § ΙΙΙ πιο κάτω

[4] ΟλΑΠ 20/2004 ΕλλΔνη 2004. 132, ΑΠ 1237/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1707/2009 ΕφΑΔ 2010. 356, ΑΠ 15/2003 ΝοΒ 2004. 1169 (πγ. νμλγ.). Βλ. επίσης Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, 2005, σ. 146 επ., τον ίδιο, γνμδ., Αρμ 2015. 354 επ., 355 όπου στη σημ. 2 και περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία

[5] ΟλΑΠ 20/2004 ΕλλΔνη 2004.1325

[6] Η αναγραφή από το αρμόδιο όργανο στο προοίμιο της εν. βεβαίωσης της ακριβούς ώρας λήψης της παράγει πλήρη απόδειξη ως προς αυτήν, καθώς κατά τούτο το στοιχείο η έν. βεβαίωση συνιστά δημόσιο έγγραφο (438 ΚΠολΔ)

 

[7] ανά διάδικο και όχι ανά πλευρά όπως ίσχυε δυνάμει του καταργηθέντος άρθ. 270 § 2 ΚΠολΔ.

[8] Υπό τον προϊσχύοντα ΚΠολΔ δεν υπήρχε αριθμητικός περιορισμός στις ειδικές διαδικασίες.

[9] Στην εκουσία δικαιοδοσία λαμβάνονται υπόψη εν γένει ακόμα και ανυπόστατες ένορκες βεβαιώσεις λόγω της εκεί ισχύουσας ελεύθερης απόδειξης και του ανακριτικού συστήματος. Εξάλλου, στις δίκες αυτές κατ’ αρχήν κλήτευση αντιδίκου δεν νοείται. Ομοίως κατά διαδεδομένη άποψη, και στα ασφαλιστικά μέτρα λαμβάνονται υπόψη και ανυπόστατες ένορκες βεβαιώσεις λόγω της ελεύθερης απόδειξης και της αποδέσμευσης του δικαστή από κανόνες της τακτικής διαδικασίας.

[10] παρά την έλλειψη ρητής διάταξης στον πριν το ν. 4335/2015 ΚΠολΔ βλ. ως προς αυτό καταφατική θέση: Π. Γιαννόπουλο, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, 2005, σ. 97, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου) ΚΠολΔ Ι (2000), άρθρ. 271, αριθ. 12

[11] Βλ. άρθ. 393,394,398 § 2, 399,400,402,405,407,408,409 § 2, 411 και 413 ΚΠολΔ

2 comments

  1. ΧΡΟΝΗΣ Reply

    H απόφαση 1608/2007ΑΠ δεν αναφέρει ότι απαιτείται κοινοποίηση και στον ομόδικο του ενάγοντος. Αν την διαβάσετε προσεκτικά, λέει μόνο για απλούς ομόδικους εναγομένους τι συμβαίνει.
    Άρα δεν απαιτείται κοινοποίηση ενάγοντος σε έτερο ενάγοντα της ένροκής του βεβαίωσης.

Leave a reply