*της Λιακάκου Λασκαρίνας, προπτυχιακής φοιτήτριας Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
όχι, όχι η τηλεφωνική εταιρεία…
Βρισκόμενοι, οι περισσότεροι από εμάς, στα προπύλαια της γνήσιας ενηλικίωσης, φαντάζομαι πως αρχίζουμε αργά και σταδιακά να συνειδητοποιούμε το δυσχερές έργο της ενημέρωσης, της διαρκούς και αληθινής επαφής με το σύνολο των γεγονότων που κατακλύζουν κ επηρεάζουν αδιάκοπα τον κάθε τομέα της ζωής μας. Αυτή την περίοδο, η εκλογή του Trump, η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, ίσως το προσφυγικό κ φυσικά η οικονομική κρίση αποτελούν ως επί το πλείστον τον πυρήνα των φοιτητικών πολιτικών συζητήσεων που ακούγονται στις διάφορες γωνιές της Αθήνας.
Απασχολούμενοι με τέτοια τρανταχτά ζητήματα, φαίνεται πως παραλείψαμε να ενδιαφερθούμε το δέον για μια είδηση της οποίας η σημασία είναι αντιστρόφως ανάλογη της δημοτικότητάς της. Χωρίς υπερβολή, η υπογραφή της CETA, της μικρής και ουδόλως χαριτωμένης αδερφής της TTIP πέρασε στα ψιλά ακόμη κ από οικονομικές εφημερίδες, αφήνοντας ένα κενό στην ενημέρωση των πολιτών το οποίο, ως άλλη Κασσάνδρα, εικάζω πως θα γεμίσει βίαια με τον αντίκτυπο των συμφωνηθέντων μέτρων.
Πρωτίστως, ας εξηγήσουμε περί τίνος πρόκειται. H CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement) είναι μία εμπορική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά με σκοπό την εξάλειψη των εμπορικών εμποδίων που υφίστανται ανάμεσα στις δύο δυνάμεις. Σ αυτό το σημείο καλό είναι να κάνουμε μια αναδρομή κ ν αναφερθούμε στην ΤΤIP κ την σύνδεσή της με την CETA. Τον Μάρτιο του 2013 έπειτα από ανάλυση διαφόρων οικονομικών παραγόντων, ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν, κος Μπαρόζο υποστήριξε πως η πιθανή ύπαρξη μιας διατλαντικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ αποβεί σωτήρια για την φθίνουσα οικονομία των δύο γιγάντων και μια έξοχη απάντηση στις ανθοφόρες οικονομίες της Ρωσίας, της Κίνας και της Ινδίας. Έτσι, αρχίζουν με άκρα μυστικότητα διαπραγματεύσεις οι οποίες οδήγησαν στην δημιουργία της Transatlantic Trade and Investment Partnership(TTIP).
Μόλις δημοσιοποιούνται κάποια κομβικά σημεία της εν λόγω συμφωνίας ,άμεσα προκαλούνται αντιδράσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη με εξαγριωμένους πολίτες που βλέπουν στην πιθανή υπογραφή της το τέλος των κεκτημένων δικαιωμάτων τους και την απαρχή μιας περιόδου που θα άρχουν οι εταιρείες, ένα σενάριο που αν και ακούγεται υπερβολικό, όπως μένει να διαπιστωθεί δεν είναι.
Παραδείγματα όρων που προκάλεσαν θερμές αντιδράσεις είναι τα εξής :αρχικά, προβλεπόταν απάλειψη των νομοθετικών διαφορών ως προς την περιβαλλοντική ασφάλεια και την ασφάλεια τροφίμων μεταξύ ΗΠΑ κ ΕΕ. Αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό καθότι οι κανόνες της Ευρώπης είναι παρασάγγας αυστηρότεροι από τους αμερικάνικους ως προς τη χρήση ορμονών, τα εντομοκτόνα, τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα κ τις θεωρούμενες τοξικές ουσίες. Στην Ευρώπη μια εταιρεία πρέπει ν αποδείξει ότι μια ουσία είναι ασφαλής πριν χρησιμοποιηθεί ενώ στις ΗΠΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί το οτιδήποτε μέχρι να θεωρηθεί επιβλαβές. Όχι ακριβώς ονειρική μια εξίσωση.. Επίσης, η TTIP περιελάμβανε τη δημιουργία ενός «ιδιωτικού δικαστηρίου» στο οποίο θα μπορούν να προσφεύγουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εναντίον του κράτους αν θεωρήσουν πως κάποιος νόμος (πχ περιβαλλοντικός) αποτελεί κίνδυνο για τα κέρδη τους. Αξίζει ο αναγνώστης να κάνει μια παύση για ν αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος. Εν ολίγοις, η TTIP καθιέρωνε ρητώς ρύθμιση βάσει της οποίας οι επιχειρήσεις μπορούσαν να επέμβουν στο νομοθετικό έργο δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων με τη δυνατότητα παράκαμψης εθνικών κ ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Τι ανακούφιση που δεν υπεγράφη..
Όχι ακριβώς. Λίγους μήνες αφότου οι συζητήσεις για την TTIP είχαν καταλαγιάσει, στις 30 Οκτωβρίου 2016 υπογράφεται στις Βρυξέλλες η CETA έπειτα από πενταετή διαπραγμάτευση κ αφού έπεσε κ η ισχυρώς αντίθετη με την συμφωνία Βαλονία. Σε συνθήκες ανησυχητικής αδιαφάνειας, όχι μόνο για τους απλούς πολίτες αλλά και για τους πολιτικούς φορείς, γίνεται το πρώτο βήμα για να τεθεί σε ισχύ μια γιγαντιώδης συμφωνία μεταξύ Καναδά και ΕΕ, την οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν προς συμφέρον τους και αμερικανικές επιχειρήσεις αρκεί να έχουν κάποια θυγατρική εντός καναδικής επικράτειας. Αν αυτή τη στιγμή λχ ψηφιστεί ένας νόμος για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως περιορισμοί στα μεταλλαγμένα η όποια καναδική ή αμερικανική εταιρεία σε καναδικό έδαφος μπορεί να στραφεί κατά του κράτους ζητώντας αποζημίωση για τα κέρδη που έχασε. Εξαιρετικά ευχάριστο και δημοκρατικό, έτσι δεν είναι? Δικαιολογείται οπωσδήποτε το γοητευτικό χαμόγελο του Τριντό που ίσως είναι το μόνο θετικό που θα δουν οι πολίτες της ΕΕ απ’ την υπογραφή της συμφωνίας. Φυσικά, δεν χαμογελούσαν το ίδιο οι περισσότεροι από 100 νομικοί από κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης οι οποίοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου πριν την υπογραφή της συμφωνίας αλλά από πότε δίνουμε σημασία στους επαΐοντες, ούτως ή άλλως?
Ας ρίξουμε, όμως μια ματιά στα γεγονότα πριν την υπογραφή για να εξηγηθεί πλήρως η στομφώδης φράση «ανησυχητική αδιαφάνεια». Στις 22 Οκτωβρίου 2016, δημοσιεύεται άρθρο στην εφημερίδα Guardian το οποίο μας πληροφορεί για τις δηλώσεις της Υπουργού Εξωτερικών του Καναδά Crystia Freeland “Είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι τώρα σε θέση να υπογράψει μια διεθνή συμφωνία ακόμη και με μία χώρα που μοιράζεται τα ευρωπαϊκά ιδεώδη όπως ο Καναδάς, ακόμη και με μία χώρα τόσο ευγενική και υπομονετική. Ο Καναδάς είναι απογοητευμένος. Εγώ προσωπικά είμαι πολύ απογοητευμένη. Έχω εργαστεί πολύ σκληρά. Αποφασίσαμε να πάμε σπίτι. Είμαι ειλικρινά πολύ πολύ λυπημένη”. Μετά από αυτή τη δήλωση (που θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει έως και δακρύβρεχτη) ευλόγως, ο όποιος πολίτης παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα θα ένιωθε κάποια βεβαιότητα πως η συμφωνία κατέρρευσε όπως άλλωστε επιβεβαίωναν πλήθος ευρωπαϊκών και καναδικών εφημερίδων. Μάλιστα μία μέρα πριν η financial post δημοσιεύει κείμενο βάσει του οποίου η υπογραφή της συμφωνίας φαντάζει περισσότερο ευχή του Martin Schultz, ο οποίος δηλώνει “Δεν μπορούμε να σταματήσουμε στο τελευταίο χιλιόμετρο” παρά στέρεη πιθανότητα.
Στις 24 Οκτωβρίου, άλλο ένα άρθρο δημοσιεύεται στη Guardian, ενημερώνοντας αυτή τη φορά σχετικά με το τελεσίγραφο που δόθηκε στη Βρυξέλλες μέχρι την Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2016 ν αλλάξουν στάση και να συμφωνήσουν κάτι που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς της συγκατάθεση της περιοχής της Βαλονία, της οποίας ο ηγέτης Paul Magnette δήλωσε με αδαμάντινη σαφήνεια «η υπογραφή της CETA δεν είναι συμβατή με την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων».
Η Βαλονία δεν είναι η μόνη που αντιτίθεται. Με την άποψη του Magnette συμφωνούν αρκετοί, όπως για παράδειγμα 1300 συνδικάτα που διαμαρτύρονται στη Μαδρίτη με την υποστήριξη των Podemos,ενώ στη Δανία το σύνολο των πολιτών εναντιώνονται και η αριστερά ζητά δημοψήφισμα. Μαζικές διαδηλώσεις οργανώνονται και στην αγαπητή Γερμανία τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ τοποθετείται «CETA και TTIP υπονομεύουν τα θεμέλια της δημοκρατίας».
Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξη μου όταν βλέπω στις 30 Οκτωβρίου δημοσίευμα (ας τονισθεί πως δεν ήταν πρωτοσέλιδο) σχετικά με την υπογραφή της συμφωνίας έπειτα από επίτευξη της συναίνεσης της ξεροκέφαλης Βαλονίας, της οποίας κάποια αιτήματα εισακούσθηκαν και γράφω κάποια, διότι πουθενά δεν φαίνεται να υπάρχει το ποια ήταν αυτά με σαφήνεια και ακρίβεια. Δεν νομίζω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι σε θέση να γράψει ότι η CETA περιεβλήθη οποιασδήποτε διαφάνειας. Μένει η συμφωνία να κατατεθεί στο Ευρωκοινοβούλιο για να τεθεί σε ισχύ, για να τεθεί σε ισχύ ένα απόλυτα ευνοϊκό προς τους επενδυτές καθεστώς βάσει του οποίου, η όποια επιχείρηση καλύπτεται απ’ τη συμφωνία θα μπορεί να επεμβαίνει σε κάθε νομοθετική πρωτοβουλία επηρεάζει την κερδοφορία της αφήνοντας τα κράτη μετέωρα :ή δεν θα νομοθετήσουν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος ή θα κληθούν να πληρώσουν αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων.
Ο Στέλιος Κούλογλου, ευρωβουλευτής ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε «Η διαφωνία ανάμεσα σε μία ιδιωτική εταιρεία και ένα κράτος μέχρι τώρα εκδικαζόταν από τα εθνικά δικαστήρια. Με τη συμφωνία CETA προβλέπεται ότι η υπόθεση θα εκδικάζεται από ιδιωτικά δικαστήρια, στα οποία δικαστές θα είναι μεγαλοδικηγόροι που συχνά δουλεύουν σε δικηγορικά γραφεία, τα οποία συνεργάζονται με τις εταιρείες που έχουν κάνει την αγωγή». Επίσης, σχετικά με τα αόριστα αιτήματα της Βαλονίας σχολιάζει «Επειδή αντέδρασαν στη διάταξη για τα ιδιωτικά δικαστήρια, τους δόθηκε η υπόσχεση ότι θα τη διαφοροποιούσαν. Αυτό δεν έγινε. Τώρα, στο ερώτημα γιατί ειδικά η Βαλονία, η απάντηση είναι ότι η Βαλονία είναι γύρω από τις Βρυξέλλες και οι κάτοικοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις. Έτσι αναπτύχθηκε εκεί ένα ισχυρό κίνημα εναντίον της CETA και της TTIP, το οποίο ανάγκασε τα πολιτικά κόμματα, περιλαμβανομένων και των συντηρητικών, να ταχθούν εναντίον της CETA και τώρα είναι δύσκολο να αλλάξουν θέση, αν δεν γίνουν σοβαρές παραχωρήσεις από την άλλη πλευρά. Όμως, τα ιδιωτικά δικαστήρια είναι βασική παράμετρος για τη CETA και την TTIP, γιατί όπως έχουμε πει, η CETA είναι το μικρό αδελφάκι της TTIP, και o Δούρειος Ίππος για να ψηφιστεί η τελευταία, η οποία έχει προς το παρόν παγώσει».
Παρά ταύτα, η στάση της κυβέρνησης συνοψίζεται με τη φράση «έκλαψα λίγο αλλά έκατσα» αφού, ναι μεν βουλευτές και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ την καταδίκασαν με πομπώδεις κ απόλυτες δηλώσεις, ωστόσο επί του πρακτέου η κυβέρνηση προσέφερε την στήριξή της. Ο Έλληνας πολίτης έχει κάθε λόγο να είναι τρομοκρατημένος καθότι γύρω απ’ τη ζωή του μαζεύονται ναρκοπέδια των οποίων η έκταση μέρα με τη μέρα αυξάνεται κ εκείνος βρίσκεται ακριβώς στο σημείο σύγκλισης. Ο Κώστας Δουζίνας, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει «η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν ξέρει τι περιλαμβάνεται σ αυτό το κείμενο» κ προσωπικά αναρωτιέμαι αν έχουμε συλλογικά προτιμήσει το ρητό «η άγνοια είναι ευτυχία» από το «η γνώση είναι δύναμη».
Είναι δύσκολο οι φωνές των υποστηρικτών της να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη αφού, αφενός δεν δίνουν απαντήσεις στις αναφερόμενες ανησυχίες κ αφετέρου, επειδή βασίζονται σε υποθέσεις και προβλέψεις των οποίων τα θεμέλια είναι εξαιρετικά σαθρά. Ενώ από τις επίσημες προβλέψεις προκύπτει αύξηση του ΑΕΠ έως και 0,08% για την ΕΕ και 0,76% για τον Καναδά, σύμφωνα με μελέτη του πανεπιστημίου του Tufts η συμφωνία θα μπορούσε αντιθέτως να οδηγήσει σε καθαρές απώλειες από πλευράς ΑΕΠ λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι «καθώς οι επενδύσεις και η ζήτηση από το εξωτερικό παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, οι συνολικές μειώσεις της ζήτησης που θα προκληθούν από την αύξηση της ανεργίας θα πλήξουν επίσης την παραγωγικότητα και θα προκαλέσουν σωρευτικές απώλειες ευημερίας που θα ανέρχονται σε 0,96% και 0,49% του εθνικού εισοδήματος στον Καναδά και στην ΕΕ, αντίστοιχα.» Τα όποια πλεονεκτήματα της συμφωνίας όπως ή αύξηση θέσεων εργασίας, η μείωση των τιμών των προϊόντων κ η αύξηση των επιλογών, η μεγιστοποίηση των εξαγωγών προς το παρόν δεν είναι τίποτα άλλο από ελπιδοφόρες εικασίες που καταρρίπτονται ολοκληρωτικά από πανεπιστημιακές έρευνες και οικονομικούς αναλυτές.
Συχνά, ανατρέχοντας στην οικονομική ιστορία παρατηρούμε πως αρκετές εκτιμήσεις για τα οικονομικά οφέλη έχουν υπερεκτιμηθεί σε εμπορικές συμφωνίες στο παρελθόν, ενώ η αλήθεια τις έχει διαψεύσει. Ως φοιτητές, πολίτες κ φερέλπιδες επιστήμονες σ ένα χώρο που παντρεύει τον ανθρωπισμό με την τεχνοκρατία είναι καθήκον μας να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις και την κατάρτισή μας για να κρίνουμε με καθαρή ματιά τις εξελίξεις που συνιστούν το παρόν και καθορίζουν το μέλλον κ ,εν προκειμένω, η υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας χρήζει της άμεσης και συνολικής προσοχής μας.