Διαδικασία Εκκαθάρισης Προσωπικών Εταιριών κατά τον Αστικό Κώδικα και τον ν. 4072/2012

Η νομοθεσία του 4072/2012 παρέχει στους εταίρους την ευχέρεια να αποκλείσουν την διαδικασία της εκκαθάρισης του νόμου ( ήτοι των διατάξεων για την αστική εταιρία του ΑΚ) και να συμφωνήσουν διαφορετικό τρόπο διευθέτησης σχετικά με τις εκκρεμότητες της εταιρικής περιουσίας.

Οι εταίροι μπορούν να ορίσουν με καταστατική ρήτρα ή μετέπειτα συμφωνία τον τρόπο της εκκαθάρισης αλλά και τα πρόσωπα των εκκαθαριστών, οι οποίοι μετά από μακρά θεωρητική αντιπαράθεση, δύνανται να είναι και τρίτα πρόσωπα , [1]όπως και τις αρμοδιότητες τους. Εφόσον οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει κάτι τότε εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις 779 έως 783 του Αστικού Κώδικα.

Η λύση της εταιρίας και τα στοιχεία των εκκαθαριστών καταχωρίζονται στο ΓΕΜΗ. Οι εκκαθαριστές υπογράφουν υπό την εταιρική επωνυμία με την προσθήκη της φράσης "υπό εκκαθάριση" και συντάσσουν τον ισολογισμό κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης. Ειδικότερα,  στον Αρχικό Ισολογισμό Εκκαθάρισης προσδιορίζονται τα αποτελέσματα χρήσης με ημερομηνία την ημέρα που αποφασίστηκε η λύση της εταιρίας.

Αρχικά οι εκκαθαριστές:

  • Αναλαμβάνουν να ζητήσουν την κατοχή των εμπορικών βιβλίων και των εταιρικών εγγράφων είτε από τους εταίρους, είτε από τους προηγούμενους εκκαθαριστές.
  • Απογράφουν την εταιρική περιουσία και συντάσσουν τον ισολογισμό ενώ παράλληλα ενημερώνουν τους εταίρους σε σχέση με τις πράξεις τους. Η απογραφή έχει σκοπό εταίροι και τρίτοι να αποκτήσουν ρεαλιστική γνώμη για την οικονομική κατάσταση της εταιρίας-κατά της λύση της εταιρίας-.
  • Σύμφωνα με τα συναλλαγματικά και χρηστά ήθη, οι εκκαθαριστές επιστρέφουν στους εταίρους τις εισφορές τους ή τα πράγματα που προσέφεραν σε παρόμοια κατάσταση με την αρχική-με τότε δηλαδή με που δόθηκαν οι εισφορές ή τα πράγματα-. Εφόσον όμως δεν είναι δυνατή η παράδοση του πράγματος ή της εισφοράς όπως παραλήφθηκε-είτε από φθορά ή αλλοίωση- και δεν έχει ευθύνη η εταιρία τότε δεν τίθεται νομικό ζήτημα. Μάλιστα η αυτούσια παράδοση αναφέρεται κυρίως στα ενσώματα αντικείμενα. και Αυτό γίνεται συνήθως κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, ούτε μόλις λυθεί η εταιρία, ούτε στο τέλος της εκκαθάρισης.[2]

Τυχόν εκκρεμείς εταιρικές υποθέσεις ή διαφορές θα πρέπει να τακτοποιούνται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι μάλιστα εισπράττουν και τις εταιρικές απαιτήσεις ακόμα και κατά των εταίρων. Εξαίρεση αποτελεί η απαίτηση καταβολής εισφοράς , όπου δεν ασκούνται αυτοτελώς αλλά αποτελούν κονδύλι του εκκαθαριστικού λογαριασμού, και θα πρέπει να δοθεί λογοδοσία στους διαχειριστές.

Ορισμένη σειρά ως προς την ικανοποίηση των δανειστών δεν χρειάζεται να τηρείται ή ως προς το μέτρο της ικανοποίησης ∙ γενικά θα πρέπει οι εκκαθαριστές να δρούν με μόνη έγνοια την εξόφληση και το συμφέρον της εταιρίας. Κατά την διαδικασία της εκκαθάρισης, λοιπόν πωλούνται τα πάγια, εισπράττονται οι απαιτήσεις από τους πελάτες , εξοφλούνται οι προμηθευτές και οι υπόλοιπες υποχρεώσεις και στο τέλος απομένουν τα κέρδη και οι ζημίες, τα αποθεματικά, το κεφάλαιο, το ταμείο και τυχόν φορολογικές υποχρεώσεις.

Εφόσον η περιουσία της εταιρίας δεν είναι αρκετή προς την εξόφληση των εταιρικών χρεών οι εκκαθαριστές συνήθως ζητούν συμπληρωματικές εισφορές από τους εταίρους –πράγμα που μπορεί να απαγορευτεί από καταστατική ρήτρα ή εταιρική συμφωνία. Έτσι κάθε εταίρος βαρύνεται ανάλογα με την συμμετοχή του στην εταιρία. Εάν κάποιος αδυνατεί να καταβάλλει την εισφορά , τότε αυτή επιμερίζεται στους υπόλοιπους με τον ίδιο τρόπο. Φυσικά, παράλληλα οι εκκαθαριστές ικανοποιούν και τους εταίρους .Ειδικότερα:

  • Υποχρεώσεις που δεν πηγάζουν από την εταιρική ιδιότητα: ο εταίρος αντιμετωπίζεται σαν τρίτος και ασκεί αυτοτελώς κάθε αξίωση κατά της εταιρίας.
  • Υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εταιρική ιδιότητα: ο εταίρος δεν έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αυτοτελώς το δικαίωμα του κατά της εταιρίας. Οι αξιώσεις του αποτελούν κονδύλια στο τελικό εκκαθαριστικό λογαριασμό, εκτός εάν μέλει να του επιβληθεί συμπληρωματική εισφορά. Για αυτό το λόγο ζητήματα αξιώσεων που απορρέουν από την εταιρική ιδιότητα αναστέλλονται μέχρι το τέλος της εκκαθάρισης. Εφόσον οι αρχές της καλής πίστης θέλουν την εξόφληση των αξιώσεων τότε έτσι γίνεται. Μετά τη λήξη της εκκαθαριστικής διαδικασίας τότε οι εταίροι στρέφονται κατά της περιουσίας της εταιρίας.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω οι εκκαθαριστές οφείλουν να επιστρέψουν στους εταίρους τις εισφορές τους (αρχικές ή μεταγενέστερες) και γενικά ό,τι προσφέρθηκε από αυτούς στην εταιρία υλικό ή άυλο ( δικαίωμα, εργασία). Θυμίζουμε πως καταστροφή πράγματος που δεν φέρει ευθύνη η εταιρία δεν συνεπάγεται αξίωση αποζημίωσης από τους εταίρους. Εφόσον στην εταιρία διατέθηκε από εταίρο εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα, τότε αυτό κρίνεται αν εξακολουθεί να υπηρετεί τον σκοπό της εκκαθάρισης , και καταργείται από τη λύση της εταιρίας εάν δεν χρησιμεύει κάπου ή παύει μετά τη λύση της εκκαθάρισης.

Σε περίπτωση που εταίρος προσφέρει εργασία, τότε μετά τη λύση της εταιρίας, δεν είναι αναγκασμένος να συνεχίσει, εκτός και εάν η εργασία του εξυπηρετεί το σκοπό της εκκαθάρισης. Δεν του καταβάλλεται η αξία της εργασίας του, εκτός και εάν προκύπτει από εξωεταιρική σύμβαση.

Εάν το ενεργητικό της εταιρίας δεν επαρκεί για την επιστροφή των εισφορών τότε κρίνεται ως ζημιά και διαμοιράζεται στους εταίρους ανάλογα πως μοιράζονται της ζημίες. Έτσι η εισφορά θα δοθεί, μειωμένη από τη ζημιά.

Οι εκκαθαριστές έχουν την ευχέρεια να ρευστοποιούν την εταιρική περιουσία με γνώμονα δύο περιορισμούς: α) την έκταση της ρευστοποίησης και β) την διαδικασία της ρευστοποίησης.

Ως προς την έκταση της ρευστοποίησης:  Μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της εκκαθαριστικής διαδικασίας  και με σκοπό της εξυπηρέτησης του εκκαθαριστικού σκοπού. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απαρίθμηση ή κριτήρια για το ποια εταιρικά αντικείμενα θα εκποιηθούν πρώτα, χωρίς να υπάρχει και αποκλεισμός της πιθανότητας της ολικής εκποίησης της εταιρικής περιουσίας. Το άρθρο 781 ΑΚ αποτελεί μάλλον σχετικές οδηγίες τις οποίες οι εκκαθαριστές μπορούν με τη βοήθεια των εταίρων να παρακάμψουν.

Ως προς την διαδικασία της ρευστοποίησης:  Η κρατούσα άποψη σήμερα θεωρεί πως η μη τήρηση της διαδικασίας που ορίζει το ΑΚ 781 – εκούσιος δημόσιος πλειστηριασμός- δεν αποτελεί σοβαρό λόγο ακυρότητας της ρευστοποίησης. Και αυτό γιατί από το 781 ΑΚ τεκμαίρεται πως η τυπική διαδικασία που ορίζει το ίδιο εξασφαλίζει την καλύτερη εξυπηρέτηση των εταιρικών συμφερόντων. Αντίθετα, θεωρείται πως οι εταίροι μπορούν να αποδείξουν οι ίδιοι πως οι εκκαθαριστές εξυπηρετούν καλύτερα-ή χειρότερα- το εταιρικό συμφέρον ∙ εκκαθαριστές με υπαιτιότητα οφείλουν να αποζημιώσουν την εταιρία.

Εάν απομείνει μετά το τέλος της εκκαθάρισης κεφάλαιο, καταρχάς θεωρείται ως απομεινάρι της εταιρίας και υπάγεται στο νομικό πρόσωπο της τελευταίας ∙ τότε διαμοιράζεται στους εταίρους , εάν είναι δυνατό, και αυτούσιο. Εάν δεν είναι δυνατή αυτή η ενέργεια τότε οι εταίροι προβαίνουν σε ρευστοποίηση και μοιράζονται μετέπειτα το τελικό προϊόν. Νομολογικός κανόνας μας λέει πως μετά το τέλος της εκκαθάρισης το νομικό πρόσωπο της εταιρίας εξαφανίζεται και μεταξύ των εταίρων δημιουργείται δεσμός κοινωνίας με το τελικό προϊόν της εκκαθάρισης.

Ζήτημα τίθεται εάν κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης υπάρχει η δυνατότητα να κριθεί επιδίκαση της επιχείρησης σε εταίρο[3]. Θεωρία και νομολογία κρίνει πως μπορεί να γίνεται εταιρική επιδίκαση καθώς αποτελεί μια εταιρική ανάγκη η οποία δεν εξαλείφεται αλλά παραμένει και μετά τη λύση της εταιρίας, αφού το νομικό πρόσωπο της τελευταίας δεν εξαφανίζεται παρά μόνο και μετά το τέλος της εκκαθάρισης. Η ανωτέρω ρύθμιση ισχύει και αναλογικά και για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες .

Η αντίθετη άποψη επί του θέματος τονίζει πως μεταξύ των εταίρων δημιουργείται σχέση κοινωνίας και έτσι δεν είναι δυνατή η επιδίκαση ή γενικά κάποια δραστηριότητα που θα καταργούσε αυτή τη σχέση. Εκεί που αυτή η θεωρία αδυνατεί να λύσει είναι το γεγονός πως ο περιορισμένος-κλειστός- αριθμός εταίρων που συμμετέχουν σε μια εταιρία εγγυάται πως η εν λόγω εταιρία είναι στις πλείστες περιπτώσεις εμπορική-τυπικά ή μη-. Συνήθως στις εμπορικές εταιρίες οι εταίροι δεν συμμετέχουν από κοινού και συνεπώς η εφαρμογή της παραπάνω θεωρίας θα παραβίαζε τον εμπορικό θεσμό.

Συνεπώς το δικαστήριο προχωρά στην επιδίκαση της εταιρίας στον εταίρο και ακίνητα ή άλλα περιουσιακά εταιρικά στοιχεία – που μεταγράφονται σε δημόσια βιβλία- περιλαμβάνονται στη τελεσίδικη απόφαση. Η προσωπική ευθύνη των εταίρων εξακολουθεί να υπάρχει και δικαίωμα αναγωγής έχει μόνο ο εταίρος που υποχρεούται να εξοφλήσει εταιρικό χρέος.

Αφού τελικά το έργο των εκκαθαριστών λάβει τέλος τότε παραδίδουν τον ισολογισμό λήξης αναφέροντας τον τρόπο που οδηγήθηκαν σε αυτόν και τα μέσα που χρησιμοποίησαν. Εφόσον προκύψει πως παραβίασαν το Α.Κ. 747 και οδήγησαν την εταιρίας υπαιτίως σε βλάβη τότε αντιμετωπίζουν τις σχετικές κυρώσεις.

Ο ορισμός της επαφής των εκκαθαριστών έγκειται στο καταστατικό της εταιρίας και στη σχέση εκκαθαριστών και εταιρίας. Εφόσον δεν υπάρχει καταστατική διάταξη τότε λογικά η πληρωμή θα ομοιάζει με τη μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών ή με τη σύμβαση εντολής.. Εάν η περιουσία της εταιρίας επαρκεί τότε εισπράττεται αναγκαστικά από αυτή και όχι από τους εταίρους, πριν μάλιστα την απόδοση των εισφορών καθώς αποτελεί εταιρικό χρέος.

Η αμοιβή αποδίδεται κυρίως μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης ή και πριν με βάση τα χρηστά και συναλλαγματικά ήθη. Αποτελεί δικαίωμα των εταίρων και των εκκαθαριστών να ζητούν πριν την λύση της εταιρίας προκαταβολικά∙ εφόσον οι εκκαθαριστές είναι τρίτοι οι εταίροι δικαιούνται να διεκδικήσουν την εισφορά τους πριν τη λήξη της εκκαθάρισης∙ εφόσον είναι εταίροι , τότε οι υπόλοιποι εταίροι δεν έχουν δυνατότητα διεκδίκησης εισφορών και αυτές θα θεωρηθούν ως κονδύλι της εκκαθάρισης. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να διεκδικηθούν πριν τη διανομή του τελικού εταιρικού προϊόντος.

Για να θεωρηθεί η εκκαθάριση ως περατωμένη τότε οι εταίροι πρέπει να εγκρίνουν τον ισολογισμό λήξης∙ εάν δεν το δέχονται , οι εκκαθαριστές μπορούν να τους αναγκάσουν σε έγκριση με αίτηση τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο. Ακαθόριστο , σχετικά μένει το ζήτημα τι ακριβώς συμβαίνει όταν εμφανιστούν ανεξόφλητοι δανειστές και αδιανέμητα περιουσιακά στοιχεία. Μια άποψη αναφέρει πως εάν εμφανιστούν ανεξόφλητοι δανειστές τότε οι εταίροι έχουν σχέση κοινωνίας απέναντι στο εταιρικό δικαίωμα – εξόφλησης- το οποίο γίνεται πια εμπράγματο και όχι ενοχικό.

Εάν παραμένει αδιανέμητη εταιρική περιουσία τότε η εκκαθάριση θεωρείται πως έχει λάβει τέλος και το τελικό προϊόν μεταβιβάζεται σε ένα ή περισσότερους εταίρους ή σε τρίτο. Άλλη άποψη στηρίζει πως η εταιρία αναγκαστικά επαναλειτουργεί ∙ αυτό ισχύει και όταν εκκρεμούν οι αποδόσεις εισφορών ή η καταβολή για την επανόρθωση ζημιών. [4]

Λήξη της εκκαθάρισης

Εφόσον υπάρχουν ακόμα ανεξόφλητοι λογαριασμοί ή αδιανέμητη περιουσία, τότε το νομικό πρόσωπο της εταιρίας δεν έχει εκλείψει , ούτε η εκκαθαριστική διαδικασία. Και αυτό διότι η εταιρία αποτελεί μια πλασματική προσωπικότητα του δικαίου που δημιουργήθηκε ακριβώς για να φέρει δικαιώματα, υποχρεώσεις, χρέη ή περιουσία. Συγκεκριμένα, περιουσία , χωρίς εμπορικό φορέα, δεν λογίζεται και γιαυτό ακριβώς το λόγο η εκκαθάριση αποτελεί αναγκαστική διαδικασία: Για να μην χρειαστεί ποτέ να βρεθεί εταιρική περιουσία χωρίς εταιρικό φορέα.

Επίσης με αυτό τον τρόπο προστατεύονται και οι εταιρικοί δανειστές , αφού με την εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα χάνουν δύο βασικά τους όπλα στην διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους :  α) την αγωγή κατά νομικού προσώπου και β) και την κήρυξη σε πτώχευση της εταιρίας.

Η εταιρική ευθύνη συνδέεται άμεσα με τη την ύπαρξη εταιρίας και των υποχρεώσεων αυτής. Οι εταιρικοί δανειστές έχουν τη δυνατότητα να ικανοποιηθούν και σε επόμενο στάδιο όταν προκύψουν ενεργητικά στοιχεία στην περιουσία της εταιρίας. Ζήτημα περί μη ικανοποίησης των εταιρικών χρεών δεν τίθεται , εκτός εάν παρήλθε η περίοδος παραγραφής και οι δανειστές δεν κατέθεσαν εγκαίρως αίτηση. Βέβαια οι δανειστικές αξιώσεις δεν ενεργοποιούνται αμέσως – όπως γίνεται στην πτώχευση- όμως τίθενται απαιτητές σύμφωνα με τη βούληση των δανειστών , με μόνο περιορισμό φυσικά την περίοδο της παραγραφής.

Ως τυπικό όριο λήξης της εταιρίας αναγνωρίζεται η λογοδοσία των εκκαθαριστών προς τους εταίρους και η έγκριση του ισολογισμού λήξης, ενώ ως ουσιαστικό η πλήρη ικανοποίηση των εταιρικών δανειστών. Φυσικά απαιτείται να τεθεί ένα χρονικό όριο όπου η εταιρία θα πάψει να υπάρχει.

_________________________________________________________________

[1] Βασιλακάκης, Η νομιμότητα του ορισμού μη εταίρου ως διαχειριστή αστικής εταιρίας, 1991, Σκούρας , Η νομική ρύθμισις της εκκαθαρίσεως της ΟΕ , 1979 , σ. 287

[2] Δίκαιο εμπορικών εταιριών, Ε.Αλεξανδρίδου

[3] Κοινώς το άρθρο 483 ΚΠολΔ.

[4] «Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών» Ε. Λεβάντης, σελ 277-280

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply