Στα πλαίσια σύναψης συμβάσεων έργου (648 επομ.Α.Κ.) μεταξύ εργολάβων και εργοδοτών δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργούνται προστριβές και οικονομικές διαφορές μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών με αποτέλεσμα να καταλήγουν συνήθως στις δικαστικές αίθουσες. Κεντρική διαφωνία αποτελεί συχνά ο συντελεστής Φ.Π.Α. Κατά γενική εφαρμογή αυτός ορίζεται σε ποσοστό 23%. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που η κείμενη νομοθεσία ορίζει διαφορετικά, τυγχάνει εφαρμογής η ειδική διάταξη (lex specialis derogat legi generali). Τέτοια ειδική κατηγορία προβλέπει ο νόμος σε ορισμένη εξαιρετική περίπτωση ανακαίνισης και επισκευής παλαιών ιδιωτικών κατοικιών. Σε αυτήν, λοιπόν, την κατηγορία εφαρμόζεται μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α., ήτοι 13%.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 21 και τις περιπτώσεις 17 του κεφαλαίου Β΄ «Υπηρεσίες» του Παραρτήματος ΙΙΙ του Ν. 2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α) και με τις οδηγίες που έχουν δοθεί για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων με την εγκύκλιο ΠΟΛ 1082/25.5.2007, «στο μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α (13%) υπάγεται κάθε εργασία που πραγαμτοποιείται για την ανακαίνιση ή την επισκευή ακινήτου το οποίο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί και κατά το χρόνο πραγματοποίησης των εργασιών αυτών χρησιμοποιείται ως κατοικία προσώπων ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία προσώπων μετά την ανακαίνιση». Συνεπώς, επί των αμοιβών που συμφωνούνται για τις ανωτέρω υπηρεσίες πρέπει να υπολογίζεται ο Φ.Π.Α με το μειωμένο συντελεστή, ήτοι 13%.
Τι, όμως, θεωρείται ως ιδιωτική κατοικία; Νομικός ορισμός της έννοιας κατοικία δίνεται στο άρθρο 51 Α.Κ. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη διάταξη κατοικία είναι "ο τόπος της κύριας και μόνιμης εγκατάστασης ενός προσώπου". Ωστόσο, για να οριοθετήσουμε ακόμα καλύτερα την έννοια της ιδιωτικής κατοικίας κρίνεται σκόπιμο να προσφύγουμε στις εγκύκλιους που έχει εκδώσει το Υπουργείο Οικονομικών. Σύμφωνα με την ΠΟΛ 1082/25.05.2007 και την ΠΟΛ 1241/5.11.2013 ιδιωτική κατοικία θεωρείται το ακίνητο που χρησιμοποιείται για την κατοικία προσώπων ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο μετά το πέρας των εργασιών που διενεργούνται. Για να διαλάβουμε, ωστόσο, με ακρίβεια σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται ο μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α. απαιτείται να προσδιορίσουμε και να εξατομικεύσουμε μία επιπλέον έννοια, αυτήν της παλαιότητας. Έτσι, παλαιό θεωρείται το ακίνητο που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί. Σχετική απόδειξη για την διαπίστωση του στοιχείου της παλαιότητας αποτελούν: 1. τα συμβόλαια ιδιοκτησίας του ακινήτου επί του οποίου γίνονται οι εργασίες και είναι καταχωρυμένα και μεταγεγραμμένα στο οικείο Υποθηκοφυλακείο της περιφέρειας όπου εδρεύει το ακίνητο, και 2. οι λαγαριασμοί κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αφορούν το εν λόγω ακίνητο.
Τέλος, ως προς τις έννοιες της ανακαίνισης και της επισκευής, κατά πάγια νομολογία και θεωρία τέτοιες θεωρούνται οποιεσδήποτε εργασίες εκτελούνται με σκοπό την βελτίωση ή την αποκατάσταση βλαβών ακινήτου ή την διατήρηση του στην αρχική του κατάσταση για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, στην περίπτωση που πληρούνται στο σύνολό τους τα ως άνω αναφερόμενα κριτήρια, τότε διέπει την συγκεκριμένη σύμβαση έργου ο συντελεστής Φ.Π.Α. που ορίζεται βάσει νομοθεσίας και νομολογίας εξαιρετικά για την συγκεκριμένη κατηγορία. Άρα, το κόστος εργασιών τέτοιων υπηρεσιών από τον εργολάβο προς τον εργοδότη - ιδιοκτήτη της παλαιάς ιδιωτικής κατοικίας θα υπολογισθεί με βάση συντελεστή 13%, και όχι 23%. Επομένως, αν ο εργολάβος ασκήσει αγωγή χρέους κατά του εργοδότη με το επιχείρημα ότι δεν του έχει καταβληθεί η συνολική αμοιβή των υπηρεσιών που παρείχε υπολογιζόμενη με Φ.Π.Α. 23%, τότε ο εναγόμενος εργοδότης δύναται να επικαλεστεί ως ένσταση την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. (13%) καλούμενος συγχρόνως, βάσει του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, να αποδείξει ένα προς ένα τα πραγματικά περιστατικά που την στοιχειοθετούν.
*Ο Σωκράτης Τσαχιρίδης είναι ασκούμενος δικηγόρος Αλεξανδρούπολης.