Όταν ο οφειλέτης δεν επιστρέφει τα χρήματα

*του Χρήστου Ηλιόπουλου

Στις κοινωνικές και επαγγελματικές σχέσεις, αλλά και μεταξύ συγγενών ή φίλων συμβαίνει συχνά ένα πρόσωπο να δανείζει ένα άλλο πρόσωπο με συγκεκριμένο χρηματικό ποσό και με την συμφωνία αυτό να επιστραφεί εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, με τόκο ή και ατόκως. Η παροχή δανείου αποτελεί ούτως ή άλλως συναλλαγή που ενέχει επικινδυνότητα, διότι η επιστροφή του δανεισθέντος ποσού δεν είναι πάντοτε εξασφαλισμένη και η καθυστέρηση καταβολής ή η πλήρης αποφυγή επιστροφής του δανείου προκαλεί διενέξεις και παρεξηγήσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων. Εάν ο οφειλέτης, δηλ. εκείνος που έχει λάβει το δάνειο, δεν επιστρέφει το ποσό εντός της συμφωνηθείσης προθεσμίας, ο δανειστής αναγκάζεται να προσφύγει στο δικαστήριο για να αξιώσει την επιστροφή του δανείου με δικαστική απόφαση. Η πρώτη σκέψη στην οργάνωση της αγωγής για την επιστροφή του δανείου που γίνεται από τον δανειστή και τον δικηγόρο του, είναι πώς αποδεικνύεται η καταβολή του δανείου. Υπάρχει έγγραφο στο οποίο να έχει υπογράψει ο οφειλέτης ότι έλαβε το δάνειο; Αναφέρει όλα τα στοιχεία, το ακριβές ποσό, τον χρόνο επιστροφής;

Αν δεν υπάρχει έγγραφο, πώς αποδεικνύουμε την σύναψη της συγκεκριμένης συναλλαγής; Υπάρχουν μάρτυρες που να δέχονται να καταθέσουν στο δικαστήριο; Αν δεν υπάρχει έγγραφο που να αποτυπώνει την σύναψη του δανείου, υπάρχουν τουλάχιστον επιβοηθητικά έγγραφα, που να συμβάλλουν στην απόδειξη, όπως π.χ. καταγραφή ανάληψης από τράπεζα του ποσού που δόθηκε ως δάνειο, από τον δανειστή την ίδια ή κοντινή μέρα, κατά την οποία ο οφειλέτης έλαβε τα χρήματα; Περαιτέρω, ο δανειστής θα ερωτηθεί από τον δικηγόρο του εάν ο οφειλέτης έχει περιουσιακά στοιχεία, ώστε εφόσον με το καλό κερδηθεί η υπόθεση στα δικαστήρια, να μπορεί να εκτελεσθεί εναντίον του οφειλέτη. Διότι αν αυτός δεν έχει στο όνομά του περιουσία, ακίνητα, τραπεζικούς λογαριασμούς, ή άλλο περιουσιακό στοιχείο αξίας τουλάχιστον όσο το ποσό του δανείου, η έκδοση δικαστικής απόφασης για τον δανειστή μπορεί να είναι άνευ πραγματικής ουσίας, εάν δεν μπορεί να βρεθεί τρόπος να πάρει πίσω τα λεφτά του.

Η αγωγή που θα κατατεθεί στο δικαστήριο πρέπει να περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αποδεικνύουν την καταβολή του δανείου, το ποσό, την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε, το χρονικό διάστημα που συμφωνήθηκε ότι πρέπει το δάνειο να επιστραφεί, αν είχε συμφωνηθεί τόκος και σε τι ποσοστό, σε ποιό μέρος δόθηκε το δάνειο κλπ. Συχνά είναι φρόνιμο στην αγωγή να υπάρχει και επικουρική βάση, για την περίπτωση που αποδειχθεί μεν ότι τα χρήματα δόθηκαν από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενο, δεν αποδειχθεί όμως ότι δόθηκαν ως δάνειο. Σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να υπάρχει μία επικουρική αξίωση με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ότι δηλαδή ο εναγόμενος πήρε χρήματα που αύξησαν την περιουσία του χωρίς νόμιμη αιτία και πρέπει να τα επιστρέψει. Αν λοιπόν κριθεί από το δικαστήριο ότι η σύμβαση δανείου που επικαλείται ο ενάγων είναι άκυρη, ή έχει ανατραπεί ή για άλλο λόγο δεν θεμελιώνει αποδοχή της αγωγής από το δάνειο, μπορεί να γίνει δεκτή η αγωγή δυνάμει της επικουρικής βάσης της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον έχει γίνει ορθώς επίκληση της επικουρικής αυτής βάσης στο δικόγραφο της αγωγής, όπως έκρινε και ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 1682/2014 απόφασή του.

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. www.greekadvocate.eu bm-bioxoi@otenet.gr

Leave a reply