Της Αναστασίας Σκανδάλη, Ασκούμενης Δικηγόρου Αθηνών, ΜΔΕ Δίκαιο Πληροφορικής
Oι περισσότερες δανειακές συμβάσεις περιελάμβαναν κατά πάγια τραπεζική πρακτική τη χρονική βάση ημερολογιακού έτους για τους εκτοκισμούς της πίστωσης τις 360 αντί 365 ημέρες (ή 366 ημέρες εφόσον το έτος είναι δίσεκτο).
Η παράνομη αυτή πρακτική των τραπεζών υιοθετήθηκε και διατηρείται σε πλείστες τραπεζικές συμβάσεις έως και σήμερα.
Η απόφαση 430/2005 του Αρείου Πάγου ήρθε για να ανατρέψει την παραδοσιακή αυτή πρακτική που παράνομα είχε υιοθετηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα. Συγκεκριμένα το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απεφάνθει αμετάκλητα πως είναι καταχρηστικός ο όρος των Τραπεζών, κατά τον οποίο οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών και όχι 365 και κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν.2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών» όπως ο νόμος αυτός ισχύει. Οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή – δανειολήπτη. Η ανωτέρω νομική διάταξη αποτελεί ειδική μορφή εφαρμογής του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα περί εφαρμογής εν προκειμένω υπό των τραπεζών ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης να τηρούν την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη στις συναλλαγές τους με τους δανειολήπτες και τους εγγυητές.
Συγκεκριμένα η υπ’ αριθμ. 430/2005 ΑΠ δέχθηκε πως: o Γενικός Όρος Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ) που προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε o καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής-δανειολήπτης δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 Α.Κ. Διασπάται με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή - δανειολήπτη, ο οποίος πλέον -όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών - για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο ιδίως σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της Κοινοτικής Οδηγίας 98 / 7 / Ε.Κ. που ενσωματώθηκε στο Εθνικό μας Δίκαιο, με την ΚΥΑ 21- 178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο Κοινοτικός Νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου.
Με την ανωτέρω Αμετάκλητη Απόφαση του Αρείου Πάγου αποσαφηνίστηκε και δικαστικώς πλέον από 04-03-2005, (ημερομηνία δημοσίευσης αυτής), με ισχύ δεδικασμένου προς όλες τις τράπεζες το ήδη διαμορφωμένο και από την υπ’ αριθμόν 98 /7/ΕΚ/16.02.1998 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης νόμιμο και δίκαιο συναλλακτικό τραπεζικό ήθος επί του υπολογισμού των ετήσιων τόκων επί χορηγουμένων δανείων, προσδιορίζεται με βάση έτος 365 ημερών (ή 366 ημερών επί δίσεκτου έτους) και ορίσθηκε νομίμως-δικαστικώς η δέουσα καλή πίστη και το χρηστό ήθος, που υποχρεούτο να ακολουθεί η διοίκηση κάθε τράπεζας και στέλεχος αυτής (νόμιμος αντιπρόσωπός της), για να μη προκαλούν στις συναλλαγές τους πρόσθετη επιβάρυνση-ζημία στην περιουσία του Δανειολήπτη και του εγγυητή του κατά 1,3889% στο δανεισθέν κεφάλαιο για κάθε ημέρα, επιβαρυνόμενο περισσότερο με τόκους που προσδιόριζαν με βάση έτος 360 ημερών, αντί με βάση έτος 365 ημερών ή 366 ημερών επί δίσεκτου έτους, κατά τις διαπραγματεύσεις και στη σύναψη σύμβασης δανείου αλλά και εις την εκπλήρωση της παροχής τους (εκ του δανείου).
Συνεπώς ο εν λόγω όρος της δανειακής σύμβασης είναι ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ και ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΣ ενώ η χρηματική απαίτηση της τράπεζας δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη με αποτέλεσμα τυχόν έκδοση διαταγής πληρωμής να καθίσταται μη νόμιμη.