Ενός ασκούμενου..
Είναι ώρα 8 και είμαι στο γραφείο. Βαριέμαι (κλασικά) και είμαι έτοιμος να φύγω (χιχι). Εκεί που μαζεύω τα πραγματάκια μου (γεμάτος χαρά που την κάνω), ξαφνικά «μπουκάρει» μέσα η δικηγόρος και μου λέει:
- Θα βγάλεις φωτοτυπία τα σχετικά για το αυριανό δικαστήριο;
Εντάξει, η πρώτη σκέψη που κάνεις είναι «οκ, θα το κάνω, εξάλλου αυτή πληρώνει και πόσα έγγραφα να είναι πια;;;». Έλα, όμως, που δεν ήταν λίγα, αριθμούσαν σχεδόν τα τριάντα (30), άσε που έπρεπε να ξεσυρράπτω και να συρράπτω όλη την ώρα, πράγμα που μου την σπάει αφάνταστα. Τι να κάνω; Λέω ναι, ενώ σκεφτόμουν το μεγαλοπρεπές όχι. Χαμογελάει, και μου λέει «φτιάξε και το φάκελο, πάω για καφέ, να είσαι αύριο στην ώρα σου στο δικαστήριο»
Οκ, εκεί «φόρτωσα», από τη μία εγώ να βγάζω, μετά κόπων και βασάνων, μία-μία τις φωτοτυπίες και από την άλλη η δικηγόρος να πίνει ένα ωραιότατο καφέ σε μία ωραιότατη καφετέρεια με τις ωραιότατες φίλες. Τόση διαφορά έχουμε; Νομική δεν τελειώσαμε και οι δύο; Τι στο διάολο; Δηλαδή, γαμώτο!!
Δεν μπορούσα, δεν άντεχα, έτσι βροντάω την πόρτα και φεύγω πίσω της, πάω σε ένα φωτοτυπά της γειτονιάς, του αραδειάζω τα σχετικά και του λέω κάνε μία κόπια, θα περάσω σε ένα μισάωρο να σε πλερώ. Πάω Χίλτον για καφέ, πάνω-πάνω στο Galaxy, θεάρα, καφεδάρα, ζωάρα!! Τι σου είναι η ζωή; Τη στιγμή που θα μπορούσα να βγάζω τη μία φωτοτυπία μετά την άλλη, και να αριθμώ σχετικά, εν τέλει κατέληξα στο Galaxy, με τέλειες παρουσίες γυρώ-γύρω, να πίνω ένα τέλειο καφέ, με μία τέλεια θέα!! Αυτή η τελειότητα, όμως, με έκανε να ξεχαστώ.
Πηγέ 9 παρα 10 και μόλις το διαπίστωσα. Τα παρατάω όλα, αφήνω πέντε (5) ευρώ και τρέχω. Τρέχω, τρέχω σαν το τρελό, σκέφτομαι ότι αν κλείσει ο φωτοτυπάς πριν φτάσω, την πάτησα για τα καλά. Σχεδόν φτάνω, αλλά και η ώρα είναι σχεδόν 9 και ένας κρύος ιδρώτας αρχίζει να με λούζει. Εν τέλει το μοιραίο δεν έγινε, να σαι καλά ρε φωτοτυπά!!
Υ.Γ. Μη φέρεσαι σα δικηγόρος πριν να γίνεις (ή βρες ένα φωτοτυπά που να δουλεύει μέχρι αργά) 😛