Ήταν βέβαιο ότι με την ανακοίνωση της ποινής των ισοβίων για τους καταδικασθέντες δολοφόνους της Τοπαλούδη, το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας μας θα αισθανόταν ανικανοποίητο. Θα επιθυμούσε την επιβολή της θανατικής ποινής. Άλλωστε αυτή η αντίληψη επικρατούσε και πριν τη δίκη των δραστών, απ’ αυτήν ακόμη τη σύλληψη.
Επανέρχεται έτσι στο προσκήνιο, όπως σε κάθε περίπτωση στυγερού και ειδεχθούς εγκλήματος, η σκοπιμότητα και η ορθότητα της ποινής του θανάτου, ζήτημα, το οποίο βεβαίως δεν έχει πρακτική αξία, αφού οι βασικές συνθήκες για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τα Συντάγματα όλων σχεδόν των αναπτυγμένων Πολιτειών, την έχουν προ πολλού καταργήσει.
Έχει όμως ουσιαστική αξία η στάση μας σε αυτό το θέμα, αφού συνδέεται με τις άξιες που τελικά αποδεχόμαστε και υπηρετούμε, το πως αντιλαμβανόμαστε το ρόλο της κοινωνίας και εν τελεί την ανθρώπινη αξία.
Τα επιχειρήματα υπέρ της θανατικής ποινής είναι αρκετά. Ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά, και συναισθηματικά. Η ισάξια ανταπόδοση, η εφαρμογή του “οφθαλμός αντί οφθαλμού”. Η πρόληψη, δηλαδή η αποτρεπτική λειτουργία της θανατικής ποινής. Η δικαίωση της οικογένειας του θύματος, η οποία επιζητεί εκδίκηση και το κράτος επεμβαίνει και κάνει αυτό που θα ήθελε να κάνει και η ίδια. Τούτο, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα που δίνεται στην οικογένεια του θύματος να προχωρήσει μπροστά και να μη βασανίζεται ξέροντας ότι ο δολοφόνος είναι ζωντανός εκεί έξω, έστω και φυλακισμένος. Το γεγονός ότι, η ισόβια κάθειρξη δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο δολοφόνος δε θα διαπράξει νέα εγκλήματα εντός φυλακής ή εκτός φυλακής, δεδομένου ότι τα ισόβια δε λειτουργούν στην ουσία ως ισόβια, αλλά ο καταδικασμένος απελευθερώνεται μετά από 16 ή 20 χρόνια. Η ικανοποίηση της κοινωνικής κατακραυγής, αφού η θανατική ποινή δεν είναι μόνο μέσο δικαίωσης του ενός, αλλά και δικαίωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας, όσο και επιβεβαίωσης της ιδέας ενός κράτους αρκετά σκληρού απέναντι στους εγκληματίες. Η θανατική ποινή επαναφέρει την τάξη. Οι οπαδοί της θετικής Σχολής Lomproso και Carofalo δικαιολογούν επίσης τη θανατική ποινή σαν οικονομικό μέτρο, γιατί, λένε, είναι παράλογο να παραμένουν στις φυλακές οι εγκληματίες και να τρέφονται σε βάρος της κοινωνίας και προπαντός οι αδιόρθωτοι με τον κίνδυνο πάντοτε να δραπετεύσουν ή να αποφυλακισθούν και να τελέσουν νέα εγκλήματα.
Τα επιχειρήματα που προβάλλονται κατά της σκοπιμότητας της θανατικής ποινής μπορούν να διακριθούν σε δυο κατηγορίες: Αφορούν, αφενός, την εκτιμώμενη εκφοβιστική δύναμη της θανατικής ποινής επί τη βάσει στατιστικών συγκρίσεων (γενική πρόληψη) και αφετέρου, την εκτιμώμενη προσφορότητα της θανατικής ποινής στην αντιμετώπιση του εγκληματία επί τη βάσει της προσωπικότητάς του (ειδική πρόληψη).
Ως προς την εκφοβιστική δύναμη της θανατικής ποινής, οι εκτιμήσεις γίνονται συνήθως με σύγκριση: α) του αριθμού των εγκλημάτων που τελούνται σε δυο κατά το δυνατόν όμοιες πολιτείες ή χώρες από τις οποίες μόνο η μια εφαρμόζει τη θανατική ποινή ή β) του αριθμού των εγκλημάτων που τελούνται σε μια δεδομένη πολιτεία ή χώρα πριν και μετά την τυχόν κατάργηση της θανατικής ποινής σ’ αυτή. Είναι όμως φανερό ότι, τέτοιες συγκρίσεις παρουσιάζουν μικρή μόνον αξιοπιστία στα συμπεράσματά τους, αφού ο αριθμός των εγκλημάτων σε μια δεδομένη χρονική περίοδο δεν εξαρτάται μόνο από την ύπαρξη απειλής ή την εκτέλεση της θανατικής ποινής αλλά και από άλλους παράγοντες (π.χ. οικονομική δυσπραγία). Ακόμα και οι εμπειρικές αναλύσεις που λαμβάνουν υπόψη τους περισσότερους τέτοιους παράγοντες καταλήγουν συνήθως σε αντιφατικά πορίσματα. Επομένως, η εκφοβιστική δύναμη της θανατικής ποινής δεν έχει αποδειχτεί πλήρως.
Ως προς την προσφορότητα της θανατικής ποινής ν’ αντιμετωπίσει και να εξουδετερώσει τους επικίνδυνους εγκληματίες, οι αντιρρήσεις των πολεμίων της εστιάζονται κυρίως στο ακόλουθο επιχείρημα: Οι εγκληματίες που μπορούν με την πράξη τους να επισύρουν τη θανατική ποινή, δηλαδή κατά κανόνα οι δράστες μιας στυγερής ανθρωποκτονίας, είτε ενεργούν υπό το κράτος μιας ψυχικής ανωμαλίας ή νόσου, οπότε όμως η μειωμένη ή ελλιπής ικανότητά τους για καταλογισμό αποκλείει την επιβολή της θανατικής ποινής, είτε πάλι ενεργούν επαγγελματικά, με συναισθηματική ψυχρότητα, οπότε όμως η απειλή της θανατικής ποινής δύσκολα μπορεί να τους σταματήσει, αφού εκείνο που τους ενδιαφέρει προπάντων δεν είναι η ίδια η ποινή αλλά οι πρακτικές δυνατότητες αποφυγής της. Απομένουν έτσι για εκφοβισμό και αχρήστευση, σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, οι περισσότερο αδέξιοι ή “φυσιολογικοί” από τους εγκληματίες. Αλλά σ’ αυτούς η θανατική ποινή είναι περιττή, δεδομένου ότι αυτοί ακριβώς είναι οι λιγότερο επικίνδυνοι.
Τα επιχειρήματα κατά της θανατικής ποινής συνοψίζονται στο παρακάτω κείμενο της Διεθνούς Αμνηστίας:
Ήρθε η ώρα για την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις χώρες του κόσμου. Η ανάγκη για την κατάργηση γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Παντού η εμπειρία δείχνει ότι η εκτέλεση της θανατικής ποινής αποκτηνώνει αυτούς που εμπλέκονται στη διαδικασία της. Πουθενά δεν έχει αποδειχτεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καταστολή του εγκλήματος ή της πολιτικής βίας. Στη μια χώρα μετά την άλλη, η θανατική ποινή επιβάλλεται δυσανάλογα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες· εφαρμόζεται κυρίως σε βάρος των φτωχών ή των φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων. Συχνά χρησιμοποιείται ως μέσον πολιτικής καταπίεσης. Εφαρμόζεται και επιβάλλεται με αυθαίρετο τρόπο. Είναι μια αμετάκλητη ποινή που αναπόφευκτα καταλήγει στην εκτέλεση. Αποτελεί παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. […]
Η θανατική ποινή εκτελείται εν ονόματι της πολιτείας και επομένως αφορά τον κάθε πολίτη. Ο καθένας οφείλει να είναι ενήμερος σχετικά με το τι είναι η θανατική ποινή, πως χρησιμοποιείται, πως επιδρά στους κατάδικους, με ποιον τρόπο παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα. Η θανατική ποινή είναι ένας “εν ψυχρώ” και “εκ προμελέτης” φόνος που διαπράττει η πολιτεία. Η στέρηση της ζωής αποτελεί το μέγιστο της εξουσίας που μπορεί να ασκήσει η πολιτεία πάνω σ’ ένα άτομο. Επομένως το θέμα της κατάργησης της θανατικής ποινής συνδέεται άμεσα με το ερώτημα εάν η πολιτεία έχει το δικαίωμα να την επιβάλλει.
Όταν, πριν από 40 χρόνια, χώρες από όλον τον κόσμο συνήλθαν για να ιδρύσουν τα Ηνωμένα Έθνη, γνώριζαν καλά τι μπορεί να συμβεί, όταν μια πολιτεία πιστέψει ότι έχει δικαίωμα να ασκήσει απεριόριστη εξουσία στους πολίτες της. Η συγκλονιστική έκταση της θηριωδίας και της τρομοκρατίας κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου και οι συνέπειές της σε όλον τον κόσμο ήταν ακόμη νωπές το Δεκέμβριο του 1948, όταν η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε χωρίς αντίρρηση τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η Παγκόσμια Διακήρυξη είναι μια συμφωνία ανάμεσα στα έθνη με σκοπό την προαγωγή των βασικών δικαιωμάτων και την εδραίωση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Διακηρύσσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εγγενή σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Δεν είναι προνόμια που μπορεί μια κυβέρνηση να τα δώσει σε κάποιον ή να του τα αφαιρέσει — χαρίσει, γιατί έδειξε καλή ή κακή διαγωγή αντίστοιχα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζουν την εξουσία που μπορεί να ασκήσει η πολιτεία σ’ έναν άνδρα, σε μία γυναίκα, σ’ ένα παιδί. Από αυτή την άποψη το κίνημα για την κατάργηση της θανατικής ποινής δεν μπορεί να διαχωριστεί από το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η σκληρότητα της θανατικής ποινής είναι εμφανής. Όπως τα βασανιστήρια, έτσι και η θανατική εκτέλεση αποτελεί τη μέγιστη φυσική και ηθική βλάβη που μπορεί να υποστεί ένα άτομο από την πολιτεία. Αν το κρέμασμα από τα χέρια μέχρι να προκληθεί αφόρητος πόνος καταδικάζεται ως βασανιστήριο, πώς να μην καταδικαστεί — στηλιτευτεί (ως βασανιστήριο) το κρέμασμα από το λαιμό μέχρι να προκληθεί ο θάνατος από ασφυξία; Αν η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος 100 volt στα πιο ευαίσθητα μέρη του ανθρώπινου σώματος προκαλεί στον κόσμο την αηδία, ποια αντίδραση πρέπει να προκαλέσει η διοχέτευση 2000 volt στο σώμα του θανατοποινίτη; […] Ο φυσικός πόνος που προκαλεί στον κατάδικο η θανατική εκτέλεση δεν μπορεί να καταμετρηθεί · ούτε μπορεί να υπολογιστεί η ψυχική οδύνη του θανατοποινίτη που αναμένει τον επικείμενο θάνατο του. Η θανατική καταδίκη μπορεί να εκτελεστεί έξι λεπτά μετά από δίκη με συνοπτική διαδικασία, έξι εβδομάδες μετά από ομαδική δίκη ή δεκαέξι χρόνια μετά από μακροχρόνιες νόμιμες διαδικασίες · σε κάθε περίπτωση πάντως ο κατάδικος, υποβάλλεται σε εξαιρετικά σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία […]
Όποια κι αν είναι η σκοπιμότητα που προβάλλεται για την εφαρμογή της θανατικής ποινής, η άποψη ότι είναι επιτρεπτό για μια κυβέρνηση να δικαιολογήσει μια τόσο σκληρή ποινή έρχεται σ’ αντίθεση με την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ουσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: ότι ορισμένα μέσα δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιούνται για την προστασία της κοινωνίας, εφόσον με τη χρήση τους παραβιάζονται οι ίδιες αρχές που καθιστούν την κοινωνία αξία προστασίας. Όταν λοιπόν παραβλέπεται χάριν κάποιας σκοπιμότητας αυτή η βασική διάκριση ανάμεσα σε θεμιτά και αθέμιτα μέσα, τότε αυτόματα όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα εκτίθενται σε κίνδυνο και όλα τα άτομα απειλούνται εξίσου. Κάθε κοινωνία επιζητεί προστασία από το έγκλημα. Η επιβολή της θανατικής ποινής ενώ δεν αποτελεί λύση, προκαλεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι λαμβάνονται “σθεναρά” μέτρα κατά του εγκλήματος. Έτσι αποσπά την προσοχή από τα πιο σύνθετα μέτρα που είναι πραγματικά αναγκαία. Όταν τα επιχειρήματα σχετικά με την “αποτροπή” και την “εξουδετέρωση” των εγκληματιών ανατραπούν, παραμένει ένα ακόμα αρκετά ισχυρό· αυτό που υποστηρίζει τη δίκαιη τιμωρία του δράστη. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα υπάρχουν εγκλήματα τόσο αποτρόπαια, που η εκτέλεση του δράστη αποτελεί τη μόνη δίκαιη “ανταμοιβή”. Πρόκειται για ένα επιχείρημα με έντονα συναισθηματική φόρτιση. Με την αποδοχή του ακυρώνεται αυτόματα η βάση στην οποία στηρίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα. Δεν επιτρέπεται κανείς να τα αφαιρέσει ακόμα και από τον πιο τρομερό εγκληματία. Τα ανθρώπινα δικαιώματα αφορούν εξίσου τους χειρότερους όπως και τους καλύτερους από εμάς, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μας προστατεύουν. Εξάλλου, πίσω από το επιχείρημα για δίκαιη ανταπόδοση κρύβεται η επιθυμία για εκδίκηση. Όμως η ιστορία του αγώνα για την εγκαθίδρυση κράτους δικαίου είναι ουσιαστικά η ιστορία του αγώνα για τον περιορισμό της προσωπικής εκδίκησης στη δημόσια ζωή και στους νομικούς κώδικες.
Η άποψη ότι, κάποιοι άνθρωποι “αξίζουν” τη θανατική ποινή προϋποθέτει βέβαια ότι η πολιτεία είναι σε θέση να καθορίσει ακριβώς ποιοι είναι αυτοί. Η πρακτική της θανατικής ποινής, όμως, αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει κανένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που να αποφασίζει με απολύτως αλάνθαστη κρίση ποιος πρέπει να ζήσει και ποιος να πεθάνει. Αντίθετα, φαίνεται ότι, όλα τα συστήματα δικαιοσύνης είναι ευάλωτα, υποπίπτουν σε λάθη ή κάνουν διακρίσεις. Το “αβέβαιο” και το “αυθαίρετο” της ανθρώπινης κρίσης επηρεάζει βέβαια όλες τις δικαστικές αποφάσεις. Ωστόσο, μόνο μια δικαστική απόφαση, αυτή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε θάνατο, επιβάλλει μια ποινή αμετάκλητη και μη επανορθώσιμη. Η θανατική ποινή ως μέσο για την εξάλειψη των πολιτικών διαφωνιών είναι αποτρόπαια. Ως μέσο για να προστατευθεί η κοινωνία από το έγκλημα αποτελεί ψευδαίσθηση. Παραμένει πάντοτε παραβίαση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτό το κείμενο περιγράφει πως χρησιμοποιείται η θανατική ποινή σε όλον τον κόσμο. Καθορίζει επίσης την επιλογή που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία και κάθε μέλος της. Πρόκειται για την επιλογή που θέτει το ερώτημα τι είδους κόσμο θέλουν και επιδιώκουν οι άνθρωποι να οικοδομήσουν: έναν κόσμο όπου επιτρέπεται στην πολιτεία να σκοτώνει, επιβάλλοντας μια μόνιμη ποινή ή έναν κόσμο που βασίζεται στο σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή και τα ανθρώπινα δικαιώματα – ένα κόσμο χωρίς εκτελέσεις;
Ο αείμνηστος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου ο Γ. Α. Μαγκάκης, αναφερόμενος στους λόγους για τους οποίους, και σωστά, καμιά θανατική καταδίκη δεν έχει εκτελεστεί στη χώρα μας από την εποχή της απαλλαγής της από τη δικτατορία γράφει: «Πρώτον γιατί η θανάτωση ενός ανθρώπου δεν μπορεί λογικά και ουσιαστικά να συνιστά ποινή στο πλαίσιο του σύγχρονου Ποινικού Δικαίου, που συνειδητά αυτοπεριορίζεται και με τις κυρώσεις του επιδιώκει αποκλειστικά την πραγμάτωση κοινωνικών σκοπών. Και τούτο γιατί η ποινική κύρωση στο πλαίσιο ενός τέτοιου Ποινικού Δικαίου αποτελεί κοινωνική και γι’ αυτό εγκόσμια υπόθεση. Μια ποινή επομένως που καταστρέφει την ανθρώπινη ζωή παύει να είναι κοινωνικό μέτρο και συνιστά ανεπίτρεπτη για την κοινωνική φύση του δικαίου ανάμειξη του σε ξένο απ’ το χώρο, δηλαδή ανεπίτρεπτη “μετάβαση σε άλλο είδος” συγκεκριμένα εμπλοκή του στο χώρο του μεταφυσικού ερωτήματος για το νόημα της ζωής και του θανάτου. Αυτό δηλαδή που κάνει ο δράστης ανθρωποκτονίας και που συνιστά ακριβώς τη βαθύτερη ουσία του εγκληματικού χαρακτήρα της συμπεριφοράς του, ότι δηλαδή περιφρονεί για λόγους εγκόσμιους το νόημα της ανθρώπινης ζωής που ξεφεύγει από τη λογική σύλληψη μας, δεν επιτρέπεται να το διαπράττει και η ίδια η κοινωνία με το δίκαιο της και να το αποκαλεί ποινή. Δεύτερον γιατί και από την σκοπιά των προληπτικών του εγκλήματος σκοπών της ποινής, η θανατική ποινή είναι απορριπτέα. Από τη σκοπιά της ειδικής πρόληψης, που επιδιώκεται πρωταρχικά με την άσκηση συγκρατητικής επίδρασης πάνω σ’ εκείνον που έχει ήδη εγκληματήσει για να μην υποτροπιάσει, η θανατική ποινή αποτελεί καθαρό παραλογισμό. Για η άσκηση αυτής της επίδρασης προϋποθέτει βέβαια τη φυσική ύπαρξη του ανθρώπου, που η θανατική ποινή την καταστρέφει. Από τη σκοπιά πάλι της γενικής πρόληψης, της συγκράτησης τρίτων από την τέλεση εγκλημάτων, η αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής έχει αποδειχθεί και στατιστικά ανύπαρκτη. Γιατί ο δράστης που τελεί τα βαριά εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται η θανατική ποινή, είτε τα διαπράττει κάτω από καταστάσεις ακραίας συναισθηματικής υπερδιέγερσης, όποτε δεν είναι σε θέση να λάβει υπόψη του ψύχραιμα τις συνέπειες, είτε τα διαπράττει με μεγαλύτερη ψυχρότητα, «επαγγελματικά», και τότε εκείνο που σταθμίζει είναι οι πρακτικές πιθανότητες διαφυγής του και όχι το είδος της ποινής που προβλέπεται από το νόμο για την πράξη του, είτε τέλος είναι πρόσωπο τόσο καθυστερημένο πνευματικά, ώστε να μην είναι σε θέση να σταθμίσει σοβαρά τις οποιεσδήποτε συνέπειες. Αντίθετα, η ύπαρξη της θανατικής ποινής και η εκτέλεση της, που με όποιο τρόπο κι αν γίνεται, συνιστά μια από τις πιο βάρβαρες εκδηλώσεις της ανθρώπινης κοινωνίας, έχει διαπιστωθεί ότι όχι μόνο δεν ενισχύει το γενικό πνεύμα σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή, αλλ’ απεναντίας το υποσκάπτει. Γιατί καλλιεργεί στην κοινή γνώμη, με το εντυπωσιακό παράδειγμα της πολιτείας, μια νοοτροπία που σχετικοποιεί την ηθική αξία της ανθρώπινης ζωής. Τρίτον η θανατική ποινή είναι απαράδεκτη και γιατί είναι ριζικά αντίθετη προς τη φύση της δημοκρατικής πολιτείας. Ο βαθύτερος, κατά τη γνώμη μου, λόγος της επιμονής στη διατήρηση της θανατικής ποινής είναι ότι η ποινή αυτή αποτελεί την πιο δραστική επίδειξη της δύναμης της κρατικής εξουσίας. Με την ύπαρξη δηλαδή της ποινής αυτής το κράτος προβάλλει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο την ικανότητα του να ξεπερνά ηθικούς δισταγμούς, ανθρωπιστικά αιτήματα και “λεπτολόγες” επιστημονικές διαπιστώσεις, όταν πρόκειται να εξυπηρετηθούν οι σκοπιμότητες του. Έτσι η επιμονή για τη διατήρηση της θανατικής ποινής οφείλεται κατά τη γνώμη μου, στην αντίληψη που επικρατεί, έστω και όχι πάντα συνειδητά, ότι η ύπαρξη της ποινής αυτής στηρίζει και ενισχύει την αυθεντία της κρατικής εξουσίας και την ικανότητα επιβολής της. Αυτό όμως σημαίνει ότι η κρατική αυθεντία στηρίζεται στο φόβο των ατόμων μπροστά στην ωμή δύναμη του κράτους και έτσι πάνω σ’ ένα θελημένο χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και στο λαό. Μια τέτοια στήριξη όμως της κρατικής αυθεντίας είναι βασικά αντίθετη προς τη φύση της Δημοκρατίας. Γιατί η πολιτεία αυτή, της οποίας θεμέλιο είναι η λαϊκή κυριαρχία πρέπει να στηρίζει τη αυθεντία και το κύρος της όχι στο φόβο, αλλά στον έλλογο σεβασμό και στη συνειδησιακή παραδοχή των πολιτών. Ο έλλογος δε αυτός σεβασμός καλλιεργείται και ενισχύεται προπαντός τις εκδηλώσεις της ηθικής ευαισθησίας της πολιτείας, όπως είναι και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μόνο τα αυταρχικά, καταπιεστικά καθεστώτα στηρίζουν τη δύναμη επιβολής τους στο φόβο και το χάσμα ανάμεσα στην εξουσία και στο λαό. Γι’ αυτό το λόγο και η διατήρηση της θανατικής ποινής στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής πολιτείας πρέπει να χαρακτηριστεί σαν αυταρχικό κατάλοιπο του παρελθόντος, που νοθεύει το δημοκρατικό χαρακτήρα της. […] Η προστασία της αξίας του ανθρώπου και η άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων προϋποθέτουν λογικά και πρακτικά τη φυσική του ύπαρξη. Έτσι αυτονόητο θεμέλιο της αξίας του ανθρώπου και των ατομικών δικαιωμάτων είναι το “δικαίωμα στη ζωή”. Αυτό δε ακριβώς το “δικαίωμα στη ζωή” και την αξία του ανθρώπου προσβάλλει η θανατική ποινή. Η νομοθετική επομένως πρόβλεψη της ποινής αυτής είναι αντίθετη προς την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας που συνίσταται στο σεβασμό και στην προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Τα επιχειρήματα και των δύο θέσεων είναι σοβαρά, αλλά όχι ακαταμάχητα. Για κάθε ένα από αυτά υπάρχει σοβαρός αντίλογος, τμήμα του οποίου αναπτύχτηκε συνοπτικά παραπάνω.
Κατά τη δική μου άποψη, το πλέον ισχυρό έως καταλυτικό επιχείρημα, που προσδιορίζει και τη σωστή θέση κατά της θανατικής ποινής, συνίσταται στην επικρατούσα αντίληψη περί του σκοπού της ποινής, ο οποίος δεν είναι η εκδίκηση ούτε η ανταπόδοση, αλλά ο σωφρονισμός του δράστη.
Πλέον, με την ποινή δεν επιδιώκεται η εξολόθρευση του εγκληματία, μα επιζητείται η διόρθωσή του και η διαπαιδαγώγησή του, γιατί ο εγκληματίας δεν είναι αδιόρθωτος, από γενετής επιβαρημένος με αναλλοίωτα κατώτερα ένστικτα, μα ο από μικρός περιφρονημένος, ο άτυχος μιας ορθής και τέλειας κοινωνικής αγωγής, ο οικονομικά εξαθλιωμένος, ο ψυχικά υπανάπτυκτος και μη κοινωνικός, ο κυριευμένος από την τάση της επικρατήσεως με τη συνείδηση της μειονεκτικότητάς του από κοινωνική και οικονομική κυρίως άποψη, που για να επιστρέψει στην κατηγορία των τίμιων ανθρώπων αρκεί να τον περιθάλψει η δικαιοσύνη και να του ανοίξει η κοινωνία θερμά τις αγκάλες της διορθώνοντας και βοηθώντας τον ν’ αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες της ζωής. Ο ρόλος της κοινωνίας είναι δημιουργικός και όχι καταστροφικός. Αν η κοινωνία εκτελέσει, ακόμη και το χειρότερο εγκληματία, έχει αποτύχει. Και η εκτέλεση είναι ο εύκολος δρόμος. Ο σωφρονισμός είναι ο δύσκολος. Και ο πιο δαπανηρός βέβαια. Στην Ελλάδα, ο σωφρονισμός και η διαδικασία κοινωνικής επανένταξης είναι σε σπαργανώδες στάδιο. Με φυλακές – αποθήκες ανθρώπων και ιδρύματα σπουδής του εγκλήματος. Όσοι πιστεύουν πως τα 5 ή 10 ή 15 ή 20 χρόνια στην φυλακή είναι ελαφρά και αμελητέα ποινή, ας σκεφθούν πως ένιωσαν σε συνθήκες απλού περιορισμού της ελευθερίας κινήσεως κατά το διάστημα των σαράντα περίπου ημερών της καραντίνας.
Εν τέλει, το βασικό, πλην ανομολόγητο, επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής είναι η εκδίκηση, η ανταπόδοση της οικογένειας του θύματος. Ας δούμε όμως τι είπε σπαράζοντας η μητέρα της αδικοχαμένης Τοπαλούδη : «ότι και να γίνει , το παιδί μου δε θα γυρίσει πίσω». Και δυστυχώς έτσι είναι. Και αυτή η πονεμένη μάνα είναι αναμενόμενο, εύλογο, σεβαστό και κατανοητό να επιθυμεί την εσχάτη των ποινών για τους στυγερούς δολοφόνους την θυγατέρα της. Και είναι αναμενόμενο, εύλογο, σεβαστό και κατανοητό , να επιθυμεί το ίδιο και όποιος από μας βρισκόταν στη θέση της ή στη θέση θύματος ή συγγενούς θύματος από έγκλημα μεγάλης και ιδιάζουσας απαξίας.
Δε σημαίνει όμως ότι αυτό θα ήταν και το σωστό….
*Το παρόν στηρίχθηκε στην πτυχιακή εργασία της σπουδάστριας Μαρίας Χαμαλίδου.