ΕιρΑθ 3634/2019
Πρόεδρος: Δροσούλα Γεροστάθου, Ειρηνοδίκης
Δικηγόροι: Ελένη Μπατσούλη, Χαρίκλεια Μπιτσάνη
Άρθρα 340, 513 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Σύμβαση δικαιόχρησης (franchising). Πώληση ελαττωματικού προϊόντος. Ευθύνη έναντι τρίτων. Παθητική νομιμοποίηση. Ουσιαστική απόρριψη αγωγής. Επιβολή δικαστικής δαπάνης σε βάρος της ενάγουσας.
[…] Η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρα 14 παρ. 1 περ. α’, 33 ΚΠολΔ), εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με τη διαδικασία των μικροδιαφορών, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 346, 513 επ. ΑΚ και 176 ΚΠολΔ και αρκούντως ορισμένη, απορριπτόμενης της περί αντιθέτου ένστασης της εναγόμενης. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, δεδομένου ότι για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το νόμιμο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ των οικείων ταμείων καθώς και τα γραμμάτια προείσπραξης των πληρεξούσιων δικηγόρων των διαδίκων.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της ενάγουσας και του μάρτυρος της εναγομένης στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις φωτογραφίες, τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, τα γνωστά στο Δικαστήριο και γενικά από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις …………-2016 η ενάγουσα εταιρία, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, αγόρασε από το κατάστημα επί της οδού …………., αρ. .. στην Αθήνα, ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας Apple και μοντέλο iPhone 6s, καταβάλλοντας το τίμημα των 496,01 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%, για το οποίο εκδόθηκε το υπ’ αρ. …….-2016 τιμολόγιο πώλησηςδελτίο αποστολής από την εταιρία με την επωνυμία «……………………….. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ». Η εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία ασκεί τη δραστηριότητά της στο ανωτέρω κατάστημα, βάσει σύμβασης δικαιόχρησης με την εναγομένη και αποτελεί ανεξάρτητη επιχείρηση και όχι υποκατάστημα της εναγομένης. Ειδικότερα δε, στο πλαίσιο σύμβασης δικαιόχρησης, η εναγομένη μισθώνει το μίσθιο κατάστημα από την εκμισθώτρια και στη συνέχεια το υπεκμισθώνει στην ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……………….. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ».
Η διακριτή δε νομική προσωπικότητα της προαναφερθείσης ομόρρυθμης εταιρίας έναντι της εναγόμενης επιβεβαιώνεται πλήρως από τα παραστατικά έγγραφα, ήτοι τιμολόγιο πώλησηςδελτίο αποστολής και δελτίο αποστολής (από επισκευή) που αυτή εξέδωσε, τα οποία φέρουν όλα τα δικά της στοιχεία π.χ. επωνυμία, έδρα, ΑΦΜ, ΔΟΥ, τηλέφωνο, fax και όχι της εναγομένης.
Όσα δε ισχυρίζεται η ενάγουσα στην ιστορική βάση της αγωγής της αφορούν την επιχείρηση με την επωνυμία «…………………….. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………………………., αρ. … και απασχολεί δικό της προσωπικό και όχι την εναγόμενη.
Κατά συνέπεια των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της. Επομένως, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης βαρύνουν την ενάγουσα λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, ορίζεται
κατωτέρω [..].
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή. Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300,00) ευρώ [..].
Ακουλουθεί το σημείωμα
Σύμφωνα με τη νομολογία και τη θεωρία1 , η σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) είναι μια διαρκής σύμβαση συνεργασίας ανάμεσα σε δύο ανεξάρτητες επιχειρήσεις που ο δικαιοπάροχος παραχωρεί στον δικαιοδόχο για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα έναντι οικονομικού ανταλλάγματος το δικαίωμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου πακέτου σε μία συγκεκριμένη εδαφική περιοχή. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της σύμβασης είναι η νομική και οικονομική ανεξαρτησία μεταξύ του δότη και του λήπτη, ο οποίος ναι μεν λειτουργεί στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, με συνακόλουθη αναδοχή όλων των κινδύνων2 , πλην όμως οφείλει να εκτελεί πιστά τις εντολές του δικαιοπαρόχου3 . Από την εν λόγω κατανομή του κινδύνου προκύπτει εναργώς ποιος συμβάλλεται με τους τρίτους και δεσμεύεται έναντι αυτών στο πλαίσιο των σχετικών συμβάσεων πώλησης προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών4 .
Ειδικότερα, ο λήπτης, ως αποκλειστικά υπεύθυνος για τη λειτουργία του καταστήματός του, συμβάλλεται με τους τρίτους και αναλαμβάνει και την αποκλειστική ευθύνη έναντι αυτών. Διαφορετική ερμηνευτική εκδοχή, κατά την οποία οι πελάτες συμβάλλονται με τον δότη και όχι τον λήπτη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθότι δε συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά της σύμβασης franchising και θα προκαλούσε άρση της οικονομικής και νομικής αυτοτέλειας της επιχείρησης του λήπτη έναντι του δότη, πράγμα το οποίο αφενός μεν δεν είναι μεταξύ των επιδιωκόμενων σκοπών των εμπλεκόμενων μερών5 , αφετέρου δε δεν έχει νομικό έρεισμα. Την προαναφερθείσα θέση ακολούθησε πιστά και η δημοσιευθείσα δια του παρόντος απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή που άσκησε η αγοράστρια εταιρία έναντι της δικαιοπαρόχου εταιρίας, για αποζημίωση λόγω πώλησης ελαττωματικού προϊόντος που πούλησε η δικαιοδόχος εταιρία, με την αιτιολογία ότι, ναι μεν αυτές οι δύο επιχειρήσεις συνδέονται με σύμβαση franchising, πλην όμως έχουν αυτόνομη και διακριτή νομική προσωπικότητα, πράγμα το οποίο προκύπτει ευχερώς από το εκδοθέν τιμολόγιο πώλησης, το οποίο φέρει την επωνυμία και τα φορολογικά και λοιπά στοιχεία του δικαιοδόχου και ως εκ τούτου ορθώς κρίθηκε ότι η εναγόμενη εταιρία στερούταν «παθητικής νομιμοποίησης».
Ωστόσο, αληθεύει το γεγονός ότι στην πράξη, αυτή η ανεξαρτησία μεταξύ δότη και λήπτη δεν γίνεται συχνά αντιληπτή από τους καταναλωτές, καθώς η επιχείρηση του λήπτη λειτουργεί υπό τον διακριτικό τίτλο του δότη, πωλεί τα ίδια ακριβώς προϊόντα ή παρέχει τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες με το δότη και ακολουθεί γενικά τις οδηγίες του, ενώ ο λήπτης εμφανίζεται μόνο στην ταμειακή απόδειξη που εκδίδεται κατά την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Με άλλα λόγια, στην πραγματικότητα οι καταναλωτές ταυτίζουν τον λήπτη με τον δότη, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται με την εμπιστοσύνη που επιδεικνύεται στα προϊόντα και στις υπηρεσίες που παρέχει ο λήπτης υπό τον «μανδύα» του δότη. Προς άρση των ανωτέρω ο Κανονισμός (ΕΚ) υπ’ αριθ. 4087/1988 της 30ης Νοεμβρίου 1988 υποχρέωνε τους λήπτες να γνωστοποιούν στους πελάτες τους την ανεξαρτησία τους και ταυτόχρονα έδινε εμμέσως στον δότη το δικαίωμα ελέγχου τήρησης της εν λόγω υποχρέωσης από τον λήπτη. Η νομική βάση εδραζόταν στην υπ’ αριθ. 12 αιτιολογική σκέψη του ανωτέρω Κανονισμού, η οποία ανέφερε συγκεκριμένα πως «Για την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών και την συνακόλουθη εξασφάλιση σ’ αυτούς δικαίου μεριδίου από το όφελος που προκύπτει, πρέπει να προβλέπεται ότι ο δικαιοδόχος υποχρεούται να δηλώνει την ιδιότητα του ως ανεξάρτητου εμπορευόμενου με κάθε κατάλληλο μέσο, ώστε να μη διακυβεύει την κοινή ταυτότητα του δικτύου franchise» συνδυαστικά με το άρθρο 4 περ. γ’ του εν λόγω Κανονισμού, που όριζε ότι, «Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να δηλώνει την ιδιότητα του ως ανεξάρτητου εμπορευόμενου ..». Οι προαναφερθείσες διατάξεις του παραπάνω Κανονισμού δεν μεταφέρθηκαν στον νέο Κανονισμό (EK) υπ’ αριθ. 2790/1999 της 22ας Δεκεμβρίου 1999, ο οποίος κατήργησε τον προγενέστερο Κανονισμό, που ανέδειξε την νομική και οικονομική ανεξαρτησία του λήπτη ως ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης franchising, πράγμα το οποίο σήμερα έχει αποκρυσταλλωθεί στον ευρωπαϊκό και ελληνικό Κώδικα Δεοντολογίας για τα συστήματα δικαιόχρησης6 .
Για να διαπιστώνεται ευχερέστερα από τους καταναλωτές η οικονομική και νομική ανεξαρτησία του λήπτη έναντι του δότη, κατά τις επιταγές των κατευθυντήριων γραμμών των Κανονισμών και των σχετικών Κωδίκων Δεοντολογίας και για να αποφεύγονται παρερμηνείες επί τη βάση φαινόμενης πληρεξουσιότητας του δότη από τον λήπτη και της επιδεικνυόμενης από τους καταναλωτές δικαιολογημένης εμπιστοσύνης θα πρέπει ο λήπτης να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα προς τούτο μέτρα (στα πλαίσια εκπλήρωσης σχετικού όρου της σύμβασης) και να μην αρκείται αποκλειστικά στο γεγονός της αναγραφής των επαγγελματικών του στοιχείων στο φορολογικό παραστατικό (απόδειξη ή τιμολόγιο) που εκδίδει κατά την διενέργεια της συναλλαγής Πάντως, εξ απόψεως ουσιαστικού δικαίου ο υπόχρεος σε μία αγωγή για αποζημίωση λόγω πώλησης ελαττωματικού προϊόντος που διατέθηκε στο πλαίσιο λειτουργίας franchising προκύπτει επαρκώς από τα στοιχεία του εκδοθέντος φορολογικού στοιχείου και επομένως ορθώς απορρίφθηκε η εν λόγω αγωγή δια της δημοσιευθείσας αποφάσεως.
Πρόσθετο ενδιαφέρον παρουσιάζει στην προκείμενη περίπτωση το γεγονός ότι, η εν λόγω αγωγή δεν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το λόγο ότι για τη θεμελίωση της κατά κανόνα παθητικής νομιμοποιήσεως αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος είναι υπόχρεος του επίδικου δικαιώματος. Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό7 , υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης καταρχήν αρκεί για τη νομιμοποίηση τους8 , χωρίς να ασκεί επιρροή, σε αυτό το στάδιο, η πραγματική κατάσταση9. Όμως, σε περίπτωση που αποδειχθεί κατά το στάδιο εξέτασης της βασιμότητας της αγωγής ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του ενάγοντος περί παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη10. Το εν λόγω θέμα έχει ανακτήσει την αξία του στο πλαίσιο των διαφορών που πηγάζουν από σύγχρονες σύνθετες μορφές συμβάσεων, όπως είναι το franchising, το factoring, η τιτλοποίηση απαιτήσεων11 και η πώληση και διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων12.
______
1 ΜΠρΘεσ 20577/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2651/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠρΑθ 1589/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2817/2007 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. Κωστάκης, Franchising - νομική και επιχειρηματική διάσταση, θεωρία - νομολογία - υποδείγματα, 20022, 33. Μάλος, Η αποζημίωση πελατείας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και στις λοιπές εμπορικές συμβάσεις, 2014, 296. Μπώλος, Οι συμβάσεις εμπορικής διαμεσολάβησης στις διεθνείς συναλλαγές, 2012, 28. Ρούσσης, Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου - διανομέα, 2006, 179.
2 Κωστάκης, οπ, 203 επ.
3 Batenhorst, Byers and Spencer, Franchising & distribution currents, Franchise Law Journal 2012. 107.
4 Μπαμπέτας σε Περάκη, Συμβάσεις Διανομής, 2009, 6 επ.
5 Γεωργακόπουλος, Δικαιοχρησία (franchising) και υπεκμίσθωση εμπορικού καταστήματος, ΔΕΕ 1996. 1015 επ. Κωστάκης, Η έναντι των τρίτων ευθύνη του δότη (franchisor) και του λήπτη (franchisee) στις συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising), ΔΕΕ 1998. 459 επ.
6 Κωστάκης, οπ, 659 επ
7 Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, 22.
8 Καλαβρός, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Γενικό Μέρος, 2011, 83.
9 ΕφΠειρ 11/2019, efeteio-peir.gr, ΑΠ 380/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
10 Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2012, 152.
11 Ν. 3156/2003.
12 Ν. 4354/2015.