Πρέπει να ρυθμίσουμε (περαιτέρω) νομοθετικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

του Σπύρου Σκιαδόπουλου, Δικηγόρου Κέρκυρας, ΜΔΕ Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου Νομικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

Είναι οι χρήστες καταναλωτές;

Πρόσφατα βιώσαμε πρωτόγνωρες στιγμές για τους παγκόσμιους δημοκρατικούς θεσμούς, καθώς μερίδα υποστηρικτών του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τράμπ εισέβαλε στο χώρο του Καπιτωλίου, την στιγμή που το Κογκρέσο ενέκρινε τη νίκη του Τζο Μπάιντεν για τη προεδρία των ΗΠΑ, με τον απερχόμενο πρόεδρο πρακτικά να προτρέπει τους διαδηλωτές μέσω Twitter. Το Twitter στην συνέχεια απαγόρευσε την είσοδο του απερχόμενου Τράμπ στο λογαριασμό του, δημιουργώντας μια μεγάλη συζήτηση περί ελευθερίας του λόγου και πως ένας ιδιωτικός φορέας μπορεί να επεμβαίνει τόσο δραστικά σε έναν θεσμικό-εκτελεστικό φορέα εξουσίας (και μάλιστα στον Πρόεδρο των ΗΠΑ).

Αυτό δημιουργεί ένα έναυσμα διαλόγου σχετικά με το γεγονός ότι οι πλατφόρμες κοινωνικές δικτύωσης, υπό τη σημερινή τους μορφή, τεχνικά έχουν  τη δυνατότητα να ελέγχουν και να μεταρρυθμίζουν όχι μόνο τους χρήστες τους, αλλά και το υλικό τους, και εάν πρέπει και πως μπορεί αυτό να αντιμετωπισθεί νομοθετικά. Έως και σήμερα, οι πλατφόρμες αυτές έχουν αντιμετωπισθεί κυρίως ως μέσα έκφρασης λόγου, ενημέρωσης και επικοινωνίας, και άρα συνήθως όταν μιλάμε για αυτές μας απασχολούν κυρίως θέματα  ελευθερίας του λόγου, ανταλλαγής απόψεων, εξύβρισης, επικοινωνίας και προσωπικών δεδομένων.

Και γιατί όχι άλλωστε;

Χάρη στην εκρηκτική εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το ευρύ κοινό έχει ευκολότερη πρόσβαση στο δημόσιο διάλογο, στην πληροφορία, την  νομοθεσία και μπορεί να παρεμβαίνει στη διαμόρφωσή της. Εξάλλου, η έκφραση της γνώμης είναι θεσμικά προστατευμένη ως ελεύθερη και οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση απαγόρευση της είναι ασυμβίβαστη με το Σύνταγμα.

Ωστόσο, για να έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι χρήστες πρόσβαση στις πληροφορίες που παρέχονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να εγγραφούν και να συμφωνήσουν στους όρους χρήσης. Κατευθείαν βλέπουμε πως υπάρχει ο πρώτος (ενδεχομένως σωστός) περιορισμός του δικαιώματος της έκφρασης. Κάθε χρήστης δεν μπορεί να ανεβάσει υλικό που  αντιτίθεται στο νόμο, είναι εξυβριστικό, ψευδές, ρατσιστικό κτλ. Από εκεί και πέρα, ο καθένας ασκώντας ελεύθερα το δικαίωμα του στην έκφραση μπορεί να ασκήσει κριτική αλλά και να εισφέρει πληροφορία επί αληθών γεγονότων και ενδεχόμενος δε, ο περιορισμός στην εκφορά αυτών των -συγκεκριμένων- κρίσεων θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο και ασυμβίβαστο και με την αρχή της αναλογικότητας, περιορισμό στην ελευθερία της έκφρασης, ιδίως όταν αυτή εκφέρεται εντός θεσμικών οργάνων από τα μέλη τους κατά την ενάσκηση νομίμου καθήκοντος για ζήτημα δημοσίου συμφέροντος [1].

Το περιβάλλον ωστόσο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η πρόσβαση που προσφέρουν στην «ελευθερία του λόγου» ίσως κρύβει παραπάνω στοιχεία από εκείνα που βλέπουμε.

Οι πλατφόρμες συλλέγουν  τόσα πολλά δημογραφικά και συμπεριφορικά δεδομένα από τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες, που μπορούν να δημιουργήσουν τελικά ένα πολύ ακριβές ψηφιακό μοντέλο για το ποιοι είμαστε με σημαντική προγνωστική ακρίβεια. Είναι μια αρμονικά ασύμμετρη σχέση, μια φαουστιανή συμφωνία όπου, σε αντάλλαγμα για τη διεξαγωγή αναζητήσεων, τη δικτύωση και την αξιοποίηση των τεχνολογικών υπηρεσιών, εμείς ως χρήστες επιτρέπουμε σε αυτές τις πλατφόρμες να γνωρίσουν τις πιο οικείες γωνιές της ζωής μας, με λίγη γνώση που καταλήγουν αυτές οι πληροφορίες. Μπορούν να υποθέσουν δηλαδή, ποια διαφορά μπορεί να μας προκαλέσει μια αλληλεπίδραση, θολώνοντας τελικά τα όρια μεταξύ της ρυθμιζόμενης και χαοτικής πληροφόρησης.

Μας κρατούν με την παράθεση ατελείωτης πληροφορίας.

Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν σχεδιαστεί για να είναι συναρπαστικές, παρουσιάζοντας μια ατελείωτη ροή πληροφορίας και διάδρασης. Δίνοντας περισσότερο υλικό από ότι έχουμε χρόνο να επεξεργαστούμε, ουσιαστικά μας κρατούν σε μια ατέρμονη συνήθεια αναμονής για την επόμενη πληροφορία. Κάθε φορά που φτάνει κανείς στο τέλος των ενημερώσεων του, υπάρχει πάντα κάτι παραπάνω να δει, να σχολιάσει, να αντιδράσει κτλ. Κάποιες φορές θετικό, κάποιες φορές αρνητικό, ωστόσο ο εγκέφαλος είναι διατεθειμένος να πάρει αυτό το ρίσκο για να ξετυλίξει τι βρίσκεται στην άλλη άκρη. [2]

Χιλιάδες μικροδόσεις ντοπαμίνης

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκμεταλλεύονται την χημεία του εγκεφάλου του χρήστη, αναγκάζοντας τον να παράγει μικροποσότητες ντοπαμίνης. [3] Οι συνεχείς ειδοποιήσεις προσελκύουν την προσοχή του χρήστη,  και σηματοδοτούν μια επιβράβευση για τη χρήση της εφαρμογής είτε από τους λοιπούς χρήστες, είτε από την ίδια την πλατφόρμα, ελευθερώνοντας μια μικροποσότητα ντοπαμίνης για την κοινωνική μας «κατάκτηση». Με λίγα νιώθουμε καλά όταν η κοινωνία μας προσέχει, άρα όταν κάποιος μας κάνει ένα σχόλιο, ένα «μου αρέσει» ή διαδρά μαζί μας. Το σύστημα ντοπαμίνης όμως του ανθρώπινου εγκεφάλου εστιάζει μόνο στο γεγονός της ανταμοιβής και δεν είναι σε θέση να διακρίνει μεταξύ χρήσιμων δραστηριοτήτων, όπως η πληρωμή του ενοικίου εγκαίρως και πληροφοριών που είναι καταστροφικές, όπως το κάπνισμα ή η χρήση ναρκωτικών.

Οι εφαρμογές εκμεταλλεύονται τις εγγενείς κοινωνικές μας παρορμήσεις και ανησυχίες μας, συμπεριλαμβανομένης και της παρόρμησης που μας καλεί να ανταποκριθούμε όταν αισθανόμαστε ότι κάποιος ασχολείται ή έχει κάνει κάτι για εμάς. Μπορεί ακόμη και να λάβουμε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που να μας λένε  «έχετε μη αναγνωσμένα μηνύματα και ειδοποιήσεις», συσσωρεύοντας την πίεση να συνδεθούμε, για να μην χάσουμε κάποια νέα ή να αφήσουμε κάποιον να «κρέμεται» περιμένοντας μια απάντηση. Και τότε υπάρχουν εκείνες οι μικρές κουκκίδες που δείχνουν πότε κάποιος βρίσκεται στη διαδικασία απάντησης στο μήνυμά μας.

Ποια είναι η πιθανότητα να τοποθετήσετε κάτω το τηλέφωνό σας πριν δείτε την απάντηση;[4]

Ο αλγόριθμος του Facebook

Πιθανόν στα πλαίσια εξατομίκευσης ειδήσεων με βάση τη συμπεριφορά του χρήστη και τα αντιληπτά ενδιαφέροντα, ο αλγόριθμος των πλατφορμών (εδώ βλέπουμε για το Facebook) φιλτράρει ειδήσεις που θα μπορούσαν να διαφωνεί ο χρήστης. Όταν ένα άτομο λαμβάνει όλα τα νέα και τα πολιτικά του επιχειρήματα από το Facebook και όλοι οι φίλοι του στο Facebook μοιράζονται τις πολιτικές τους απόψεις, τότε δημιουργείται ένα Echo Chamber. [5]Αυτό οδηγεί τα μέλη του Eco Chamber να μην εμπιστεύονται όλους στο εξωτερικό αυτού του θαλάμου[6]. Ωστόσο, είναι αληθές πως ένας χρήστης θα ενδιαφερόταν να διαδράσει με αντίθετες ειδήσεις, οπότε η πλατφόρμα δείχνει και ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτές της ειδήσεις, με την ελπίδα να διαδράσει ο χρήστης και να δημιουργήσει περαιτέρω υλικό, στοχεύοντας στο θυμό, συναίσθημα το οποίο διαδίδεται πολύ πιο εύκολα.[7] Τελικά,  οι πλατφόρμες παρέχουν ένα περιβάλλον όπου συνυπάρχουμε με άλλους όμοιους χρήστες και πληροφορίες, και μια μικρή ενόχληση μπορεί να προκαλεί μια έκρηξη, γεγονός που διαφοροποιεί ουσιαστικά την κατανάλωση ειδήσεων, αυξάνοντας τη  συναισθηματική πόλωση. [8]

Αυτές οι πρακτικές λειτουργίας, λοιπόν, μας κρατούν σε μια μόνιμη διάθεση για προσοχή και αλληλεπίδραση. Όσο περισσότερο κάθεται κάποιος στο news feed, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχει να διαδράσει, και να πάρει ανταμοιβή. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ρυθμισμένος για ανάγκη κοινωνικοποίησης και διάδρασης, αλλά ενδεχομένως όχι για τις δεκάδες, εκατοντάδες ή και χιλιάδες μικροδόσεις ντοπαμίνης καθημερινά από ειδοποιήσεις, ούτε για το συσχετισμό της ντοπαμίνης με μια ειδοποίηση, είτε αυτή η ειδοποίηση αποκαλυφθεί να είναι ένα θετικό σχόλιο ή ενδεχομένως ένα σχόλιο μίσους.

Πώς λοιπόν συμμετέχει κανείς σε ένα συνεχές παιχνίδι δήθεν ελεύθερης έκφρασης, όταν το (διαδικτυακό) χαρτί που γράφει ο χρήστης, ο (διαδικτυακός) αέρας που αναπνέει,  και το (διαδικτυακό) περιβάλλον ουσιαστικά τον κρατούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μπορούν,  ψιθυρίζοντας του συνεχώς κάτι για τον κρατήσουν πολωμένο και θυμωμένο.[9] Ο χρήστης λοιπόν βρίσκεται συνεχώς σε μια ψυχολογική τεταμένη κατάσταση, όπου για να μπορέσει να διαδράσει και να προβληθεί με επιτυχία προκειμένου να λάβει την ντοπαμίνη του, δεν θα χρησιμοποιήσει ευγένεια, αλλά φορτικότητα. Ένα σχόλιο, άρθρο, δημοσίευση με τίτλο «Ο Σπύρος είναι άθλιος» θα «επιβραβεύσει» με πολύ παραπάνω ντοπαμίνη και θα προβληθεί πολύ πιο εύκολα από τον αλγόριθμό από ένα σχόλιο τύπου «Συγκριτική παράθεση προϊσχύσασας έννοιας του καταναλωτή και έννοιας ν. 4512/2018», όχι μόνο για την διαφοροποίηση της δυσκολίας, αλλά λόγω και της συναισθηματικής πόλωσης, του θυμού και της ψυχολογικής  ανακατανομής που δημιουργεί.

Πρέπει να ρυθμίσουμε (περαιτέρω) νομοθετικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;

Ο νόμος συνεχώς προσπαθεί να κάνει «catch-up» με τα κοινωνικά μέσα.

Φαίνεται πως το κράτος και οι κυβερνήσεις απλά δεν καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί ο κόσμος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οπότε είναι εξαιρετικά δύσκολο να νομοθετήσουν χωρίς τη δέουσα γνώση των διαδικασιών του, και συνεπώς απλά λειτουργούν αντιδραστικά και έμμεσα.[10] Μετακυλύουν τις ευθύνες στις πλατφόρμες, ζητούν από τις ίδιες την αυτολογοκρισία, επιβάλλοντας κυρώσεις που μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικές. Οι πλατφόρμες με χαρά αναλαμβάνουν τις ευθύνες, προκειμένου να κρατήσουν το κράτος μακριά, και καθώς ο κόσμος των κοινωνικών μέσων βρίσκεται συνεχώς σε εξέλιξη, μπορούν με νέα χαρακτηριστικά να αναπληρώσουν τα set backs της όποιας νομοθεσίας.

Υπάρχει πραγματικά επιλογή;

Τελικά δεν υπάρχουν ξεκάθαρες λύσεις, καθώς οι συνέπειες των πρακτικών των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες λειτουργούν σε σχεδόν μονοπωλιακή παγκόσμια κλίμακα, μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται κατανοητές. Η έναρξη του διαλόγου σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ρυθμίζονται οι πλατφόρμες για την ελαχιστοποίηση του κοινωνικού, ψυχολογικού και καταναλωτικού κόστους είναι εξαιρετικά σημαντική. Υπάρχουν πολλές φωνές που προτείνουν πως η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτρέποντας στις πλατφόρμες να αυτορυθμίζονται με περιορισμένο αριθμό νομοθεσιών από το κυβέρνηση.

Ειδικά όταν υπάρχει ένα πολυμορφικό προϊόν το οποίο από την μία παρέχει βήμα προς έκφραση, και ταυτόχρονα προβάλει διαφημίσεις, υποκινεί το ίδιο σε ικανό βαθμό τη διάδραση, και προβάλλει ελαφρώς ελεγχόμενο υλικό. Και αυτό σε παγκόσμια κλίμακα. Μπορεί πραγματικά να επέλθει κάποια ικανή συνολική νομοθετική παρέμβαση; Πρέπει να βρούμε κάθε ξεχωριστή έκφανση (διαφήμιση, έκφραση, ενημέρωση) των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να νομοθετήσουμε ξεχωριστά;

Στο ελληνικό δίκαιο ενδεχομένως τα άρθρα 2   περ.α, 3 περ.β και κάποιες άλλες καταρχάς γενικόλογες διατάξεις του ν.2251/1994 περί Προστασίας των Καταναλωτών μπορεί να έχουν κάποια εφαρμογή, καθώς το Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή θωρακίζει σε πλείστες περιπτώσεις την προσωπικότητα του καταναλωτή όχι μόνο ως προς τη σχέση του με τον προμηθευτή, αλλά και ως προς την επιρροή που του ασκεί ο τελευταίος με οπτικοακουστικά και άλλα μέσα. Είναι το Facebook καταναλωτικό προϊόν; Είναι προμηθευτής και μας παρέχει το προϊόν; Το τωρινό νομοθετικό καθεστώς φαίνεται να μην έχει την απάντηση, ή τουλάχιστον να μην διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία για να αντιμετωπίσει ένα ενδεχόμενο «ναι». Προς υπεράσπιση τους, τα νομοθετήματα αυτά δεν είχαν ως αντικείμενο την σχέση πλατφόρμας και χρήστη. Από την άλλη, δεν βρισκόμαστε πια στην εποχή όπου η Coca Cola διεξάγει πειράματα με καρέ του προϊόντος της στο σινεμά. Είναι η ώρα για μια αλλαγή.

Μπορούν να επιβληθούν κανόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με καταναλωτικούς όρους;

Συνεχίζεται.

______________________________________________________

[1] ΕΣΔΑ άρθρ. 10, βλ. σχετ. ΕΔΔΑ υπόθεση Τετέ εναντίον Γαλλίας, απόφαση της 26-03-2020 επί της υπ’αριθμ. 59636/2016 προσφυγής, δημ. στον ιστότοπο echr.hudoc.coe.int

[2] https://ihpi.umich.edu/news/social-media-copies-gambling-methods-create-psychological-cravings

[3] Dopamine, Smartphones & You: A battle for your time, by Trevor Haynes

&  Rebecca Clements http://sitn.hms.harvard.edu/flash/2018/dopamine-smartphones-battle-time/

[4] Simon Parkin στο theguardian.com/technology/2018/mar/04/has-dopamine-got-us-hooked-on-tech-facebook-apps-addiction

[5] Το Echo Chamber  είναι ένα κλειστό σύστημα μέσα στο οποίο δρούμε, ανταλλάσσουμε και διαμορφώνουμε απόψεις θεωρώντας πως δεν υπάρχει  κάτι στο εξωτερικό. Εκεί οι πεποιθήσεις μας  ενισχύονται και περιφρουρούνται. Αυτό οδηγεί τα μέλη του να μην εμπιστεύονται εκείνους στο εξωτερικό του θαλάμου.

[6] Flaxman, S. R., G. Sharad, and J. M. Rao (2016). “Filter Bubbles, Echo Chambers, and Online News Consumption”. Public Opinion Quarterly 80, σελ. 298–320

[7] Fan R, Zhao J, Chen Y, Xu K (2014) Anger Is More Influential than Joy: Sentiment Correlation in Weibo. PLoS ONE 9(10): e110184. https://doi.org/10.1371/journal.pone.0110184

[8] Narayanan, Vidya & Barash, Vladimir & Kelly, John & Kollanyi, Bence & Neudert, Lisa-Maria & Howard, Philip. (2018). Polarization, Partisanship and Junk News Consumption over Social Media in the US.

[9] Levy, Roee, Social Media, News Consumption, and Polarization: Evidence from a Field Experiment (August 19, 2020). https://ssrn.com/abstract=3653388 or http://dx.doi.org/10.2139/ssrn.3653388

[10] Καράκωστα, «Δίκαιο & Ιντερνετ – Νομικά ζητήματα του Διαδικτύου», 2001, Εκδόσεις Δίκαιο&Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλα, σελ. 38 επ.

 

Σπύρος Σκιαδόπουλος

Πρώτα ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω developer, μετά ανακάλυψα ότι θέλω να γίνω δημοσιογράφος, και μετά πολιτικός μηχανικός. Τελικά έγινα περίπου δικηγόρος. Τι συνέβη;

Leave a reply